Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

πόδες πάντες ἄωροι


μέσσῳ δ᾿ ἐν σκοπέλῳ ἔστι σπέος ἠεροειδές,
πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖς
νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ.
οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήιος ἀνὴρ
τόξῳ ὀιστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο.
ἔνθα δ᾿ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.
τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς
γίγνεται, αὐτὴ δ᾿ αὖτε πέλωρ κακόν: οὐδέ κέ τίς μιν
γηθήσειεν ἰδών, οὐδ᾿ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν.
τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι,
ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ
σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες
πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο.
μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν,
ἔξω δ᾿ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου,
αὐτοῦ δ᾿ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα,
δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι
κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.

*


Στη μέση εκεί του θαλασσόβραχου, στραμμένη στο σκοτάδι,
στα δυσμικά, μια μαύρη ανοίγεται σπηλιά᾿ και σεις εκείθε
θα προσδιαβείτε λέω με τ' άρμενο, περίλαμπρε Οδυσσέα.
Να ρίξει κι ένας χεροδύναμος θνητός με το δοξάρι
κάτωθε, απ' τ' άρμενο, δε δύνεται να φτάσει στην κουφάλα
του σπήλιου. Μέσα η Σκύλλα κάθεται κι άγρια αλιχτάει᾿ κι αν είναι
σαν κουταβιού μικρού, νιογέννητου το γαύγισμά της, όμως
ατή της άγριο είναι παράλλαμα᾿ θωρώντας τη μπροστά του
κανείς δε θα 'νιώθε αναγάλλιαση, κι αθάνατος αν ήταν.
Έχει μαθές ποδάρια δώδεκα, μισερωμένα, κι έξι
λαιμούς ψηλούς, κι από 'να υψώνεται στις άκρες τους κεφάλι
τρομαχτικό, που ανοιεί το στόμα του με τρεις αράδες δόντια
πυκνά, σφιχτοδεμένα, θάνατο που ξεχειλίζουν μαύρο.
Με το μισό κορμί της κρύβεται στο βαθουλό το σπήλιο,
κι απ' τα φριχτά του βάθη βγάζοντας τις κεφαλές της όξω
ψαρεύει αυτού, στο βράχο ολόγυρα γυρεύοντας δελφίνια,
σκυλόψαρα, για κι αν τρανότερο θεριόψαρο τσακώσει,
από τα μύρια που η βαριόμουγκρη θεά Αμφιτρίτη βόσκει.



*


Μηδέ πιδέξιος τοξευτής μέσ' από το καράβι
ρίχνοντας τη σαγίτα του δε θα ΄φτανε στο σπήλιο.
Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει·
έχει φωνούλα σκυλακιού νιογέννητου, κι ωστόσο
είναι κακότροπο θεριό, κι ούτε θνητός κανένας,
κι ούτε θεός θα χαίρονταν θωρώντας το αντικρύ του.
Έχει και πόδια δώδεκα, που ξέκρεμα είναι όλα,
κι έξι θεόμακρους λαιμούς, και στον καθένα απάνω
κεφάλι στέκει τρομερό με τρεις αράδες δόντια,
πυκνά και σφιχτοκάρφωτα και θάνατο γεμάτα.
Μες στο βαθύ το σπήλιο της ως τα μισά χωμένη,
από το μαύρο βάραθρο τ΄ άγρια κεφάλια βγάζει,
κι εκεί ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα στο βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλασσαγρίμια,
που μύρια η κυματόβροντη τα βόσκει η Αμφιτρίτη.
Ναύτης δεν το παινέθηκε πως ξέφυγε με πλοίο
από κει πέρα απείραγος· με κάθε της κεφάλι
αρπάει απ' το μαυρόπλωρο καράβι κι έναν άντρα.



Οδύσσεια, κείμενο μεν, παράφραση, αλλά και μετάφραση και δη και Αργύρη Εφταλιώτη, εκ της ραψωδίας μ 83-97.

Δεν υπάρχουν σχόλια: