"...Αφού δε πλέον αύται έφθασαν εις το ωραιότατον ρεύμα του ποταμιού, -αυτού ήσαν μεν αένναοι πλυνοί, πολύ δε ωραίον ύδωρ έρρεε κάτωθεν προς τα έξω, ώστε να καθαρίση πολύ μάλιστα λερωμένα,- ενταύθα τας ημιόνους απέλυσαν από κάτω από την φορτηγόν άμαξαν. και ταύτας μεν αφήκαν να τρέχωσι παρά τον στροβιλώδη ποταμόν, ίνα τρώγωσι μελίγλυκυ χόρτον· αύται δ' από την άμαξαν (90) έλαβον με τας χείρας τα ρούχα και έφερον εις το μέλαν ύδωρ, (προς καθαρισμόν) δε κατεπάτουν εντός των λάκκων ταχέως αμιλλώμεναι. αφού δ' έπλυναν και εκαθάρισαν πάσαν ακαθαρσίαν, κατά σειράν ήπλωσαν εις την παραλίαν της θαλάσσης, όπου μάλιστα εις την ξηράν χαλίκια εξέπλυνε συνήθως η θάλασσα. αύται δ', αφού ελούσθησαν και ηλείφθησαν λιπαρώς δι' ελαίου, έπειτα εγευμάτισαν εις τας όχθας του ποταμού, περιέμενον δε να στεγνώσουν τα ρούχα εις τας ακτίνας του ηλίου, αφού δ’ ηυφράνθησαν φαγητόν αι δούλαι και αυτή, με σφαίραν αύται έπειτα έπαιζον, αφού απέβαλον το μαντήλι της κεφαλής. (100) μεταξύ δ' αυτών η λευκώλενος Ναυσικά έκαμνεν αρχήν του παιγνιδιού. καθώς δ' η τοξεύτρια Άρτεμις πορεύεται εις τα όρη, ή εις τον υπερύψηλον Ταΰγετον ή εις τον Ερύμανθον, διασκεδάζουσα (με το κυνήγιον) κάπρων και ταχειών ελάφων· ομού δε με αυτήν αι αγροτικαί νύμφαι, αι κόραι του αιγιόχου Διός παίζουσι, χαίρει δε εις την καρδίαν η Λητώ· υπερέχει δε όλας κατά την κεφαλήν και το μέτωπον, ευκολώτατα δε διακρίνεται, αν και είναι όλαι ωραίαι. τοιουτοτρόπως αύτη διέπρεπε μεταξύ των θεραπαινίδων η άγαμος παρθένος. Αλλ' ότε πλέον φυσικά έμελλε να επανέλθη οπίσω εις την οικίαν, (110) αφού ήθελε ζεύξει τας ημιόνους και διπλώσει τα ωραία ρούχα, τότε πάλιν άλλο εσκέφθη η γλαυκώπις Αθηνά, ίνα σηκωθή ο Οδυσσεύς και ίδη την ωραίους οφθαλμούς έχουσαν κόρη, η οποία να οδηγήση αυτόν εις την πόλιν των Φαιάκων ανδρών. την σφαίραν λοιπόν έρριψεν η βασιλόπαις προς τινα θεραπαινίδα· την θεραπαινίδα μεν δεν επέτυχεν, αλλά έρριψεν εις το βαθύ συστρεφόμενον ύδωρ· αύται δ' επάνω εις αυτό εφώναξαν μακράν· εξύπνησε δ' ο θείος Οδυσσεύς, ανακαθήμενος δ' εσκέπτετο κατά την διάνοιαν και κατά την καρδίαν· «αλλοίμονον εις εμένα! Εις τίνων πάλιν ανθρώπων την γήν έχω φθάσει; ποίον από τα δύο δηλ. είναι ούτοι βίαιοι και άγριοι και όχι πολιτισμένοι, (120) ή είναι φιλόξενοι και έχουσιν ψυχήν θεοσεβή; ήλθεν εις τας ακοάς μου κραυγή οξεία ως νεανίδων· [νυμφών, αι οποίαι έχουσι τας αποκρήμνους κορυφάς των ορέων και τας πηγάς των ποταμών και τους χλοερούς λειμώνας.] βεβαίως λοιπόν, πιστεύω, είμαι πλησίον ανθρώπων με ομιλίαν· αλλ' εμπρός εγώ αυτός θα εξετάσω και θα ίδω.» Τοιουτοτρόπως αφού είπεν, εξήλθε κάτω από τους θάμνους ο θείος Οδυσσεύς, έκοψε δ' από του πυκνού δάσους διά της χονδράς χειρός κλάδον πολύφυλλον, ίνα καλύψη περί το σώμα τα αιδοία.". (Ζ 85-129)
Απόδοσις υπό Π. Γιαννακοπούλου (1977). Στο πρωτότυπο έχει ως εξής:
"αι δ' ότε δη ποταμοίο ρόον περικαλλέ' ίκοντο, 85
ένθ' ή τοι πλυνοί ήσαν επηετανοί, πολύ δ' ύδωρ
καλόν υπεκπρόρεεν μάλα περ ρυπόωντα καθήραι,
ένθ' αι γ' ημιόνους μεν υπερκπροέλυσαν απήνης.
και τας μεν σεύαν ποταμόν πάρα δινήεντα
τρώγειν άγρωστιν μελιηδέα· ται δ' απ' απήνης 90
είματα χερσίν έλοντο και εσφόρεον μέλαν ύδωρ,
στείβον δ' εν βόθροισι θοώς έριδα προφέρουσαι.
αυτάρ επεί πλύνάν τε κάθηράν τε ρύπα πάντα,
εξείης πέτασαν παρά θίν' αλός, ήχι μάλιστα
λάιγγας ποτί χέρσον αποπλύνεσκε θάλασσα. 95
αι δε λοεσσάμεναι και χρισάμεναι λίπ' ελαίω
δείπνον έπειθ΄είλοντο παρ' όχθησιν ποταμοίο,
είματα δ' ηελίοιο μένον τερσήμεναι αυγή,
αυτάρ επεί σίτου τάρφθεν ομωαί τε και αυτή,
σφαίρη ται δ' άρ' έπαιζον από κρήδεμνα βαλούσαι· 100
τήσι δε Ναυσικάα λευκώλενος ήρχετο μολπής.
οίη δ' Άρτεμις είσι κατ' ούρεα ιοχέαιρα,
ή κατά Ταΰγετον περιμήκετον ή Ερύμανθον,
τερπομένη κάπροισι και ωκείης ελάφοισιν
· τη δε θ' άμα νύμφαι, κούραι Διός αιγιόχοιο, 105
αγρονόμοι παίζουσι γέγηθε δε τε φρένα Λητώ·
πασάων δ' ύπερ ή γε κάρη έχει ηδέ μέτωπα,
ρείά τ' αριγνώτη πέλεται, καλαί δε τε πάσαι,
ως ή γ' αμφιπόλοισι μετέπρεπε παρθένος αδμής.
αλλ' ότε δη άρ' έμελλε πάλιν οικόνδε νέεσθαι 110
ξεύξασ' ημιόνους πτύξασά τε είματα καλά,
ένθ' αύτ' άλλ' ενόησε θεά, γλαυκώπις Αθήνη,
ως Οδυσσεύς έγροιτο ίδοι τ' ενώπιδα κούρην,
ή οι Φαιήκων ανδρών πόλιν ηγήσαιτο.
σφαίραν έπειτ' έρριψε μετ' αμφίπολον βασίλεια· 115
αμφιπόλου μεν άμαρτε, βαθείη δ' έμβαλε δίνη
· αι δ' επί μακρόν άυσαν· ο δ' έγρετο δίος Οδυσσεύς,
εζόμενος δ' ώρμαινε κατά φρένα και κατά θυμόν
· «ώ μοι εγώ, τέων αύτε βροτών ες γαίαν ικάνω;
ή ρ' οί γ' υβρισταί τε και άγριοι ουδέ δίκαιοι, 120
ήε φιλόξεινοι και σφιν νόος εστί θεουδής;
ώς τε με κουράων αμφήλυθε θήλυς αυτή
· [νυμφάων, αί έχουσ' ορέων αιπεινά κάρηνα
και πηγάς ποταμών και πίσεα ποιήεντα]
ή νύ που ανθρώπων ειμί σχεδόν αυδηέντων. 125
άλλ' άγ' εγών αυτός πειρήσομαι ηδέ ίδωμαι.»
ώς ειπών θάμνων υπεδύσετο δίος Οδυσσεύς,
εκ πυκίνης δ' ύλης πτόρθον κλάσε χειρί παχείη
φύλλων, ως ρύσαιτο περί χροΐ μήδεα φωτός". (Ζ 85-129)
υπεκπρόρεεν = έρρεεν εμπρός (προ) εκ του βάθους έξω (υπέκ).
καθήραι = απαρέμφατον του σκοπουμένου, δυνατού αποτελέσματος: τόσον άφθονο, ώστε να δυνηθή να καθαρίση.
υπεκπροέλυσαν = άφησαν, απέλυσαν τας ημιόνους κάτωθεν του ζυγού προς τα εμπρός από της αμάξης ν' απέλθωσιν.
άγρωστις = αγριάδα, χόρτον.
έριδα προφέρουσαι = εξήγησις του θοώς = φέρουσαι εις φώς, δεικνύουσαι άμιλλαν, προς αλλήλας αμιλλώμεναι.
κάθηραν = κείται συνεπτυγμένως = απεμάκρυναν διά καθαρίσεως.
ποτί χέρσον αποπλύνεσκε = προς την ξηράν (κυμαινομένη) συνήθιζε να εκπλύνη· άρα επί καθαρωτάτου καχληκώδους εδάφους.
τήσι – μεταξύ τούτων
μολπήν = παιδιά, πιθανώς μετά χορού συνδεδεμένη.
αγρονόμοι = αι εν τοις αγροίς διατρίβουσαι, αγροδίαιτοι.
παίζουσι = διασκεδάζουσι κατά την πορείαν.
Λητώ = η γλυκύθυμος συμμετοχή της μητρός, ήτις ως θεατής εισάγεται, προάγει την παραβολήν πέραν του αμέσου αυτής σκοπού εις περιτετορνευμένην και πλήρη ζωής εικόνα.
βασίλεια = η βασιλόπαις.
αμφιπόλου μεν άμαρτε = χιαστί ετέθησαν αι λέξεις ως προς το έρριψε μετ' αμφίπολον. Η πρότασις είναι ασύνδετος, ώστε το κοινόν αμφοτέρων των προτάσεων υποκείμενον εις το τέλος της πρώτης ετάχθη.
εζόμενος = καθήμενος, τ. έ. επί της ευνής ανεγειρόμενος.
δίκαιοι = πολιτισμένοι.
θήλυς = γυναικεία τ. έ. λιγυρά, οξεία.
θάμνων = αφαιρετική γενική, μετά του υπεδύσετο = από κάτω από τους θάμνους.
φύλλων = προσδιορίζει το πτόρθον ως είδος γενικής της ύλης.
ρύσαιτο = αλλαχού περί των αμυντικών όπλων = καλύψη, ενν. υποκείμενο: ο πτόρθος.
μήδεα φωτός = τα ανδρικά αιδοία.
Χαρίεν ομηρικό απόσπασμα. Χορός, τραγούδι, παιγνίδι παρά θίν' αλός. Τα φρεσκολουσμένα κοράσια και καλολαδωμένα, βάλλασι και παίζασι τα μήλα; μέχρι που ξύπνησαν τον δίο Οδυσσέα. Έτσι το θέλησε η γλαυπώπις Αθήνη! Ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου