Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

ποί τρέχεις;


Η ομορφιά του εφήβου Απολλωνίου του Τυανέως ασφαλέστατα συγκίνησε τον ποιητή, ιδιαιτέρως αισθαντικό στις εφηβικές καλλονές. [...] Ο έφηβος του Καβάφη με τα φθηνά ρούχα, τις τριμμένες γραβάτες, τις κανελιές ξεθωριασμένες φορεσιές και τα αχτένιστα ανασηκωμένα μαλλιά φέρνει στον νού τον ωραιότατο έφηβο Απολλώνιο Τυανέα με τα πρόχειρα λινά ενδύματα, τα γυμνά χωρίς υπιδήματα πόδια και τα μακριά μαλλιά.

«ποί τρέχεις; ή επί τον έφηβον;»

Να η παροιμιώσης φράση που λεγόταν στην Κιλικία, όταν ο έφηβος Απολλώνιος ζούσε στο ιερό του Ασκληπιού. (Φιλόστρατου, Βίος Απολλωνίου Τυανέως 1,8).

Η διαφορά όμως είναι πως ο Απολλώνιος, εκτός από την φημισμένη του καλλονή, υπήρξε ενάρετος και παρθένος, ενώ ο διχασμένος καβαφικός έφηβος προσπαθεί να οπλιστεί με θεωρία και μελέτη, ώστε τα πάθη του να μη φοβάται σα δειλός.

[…]

Η επίγνωση του καβαφικού ανθρώπου πως η ολότητα θα εμποδίσει τον χρόνο που χρειάζεται για την ομαλή εξέλιξη της σχέσης, αναγκάζει τον καβαφικό άνθρωπο να ρίξει το κέντρο βάρους στην σωματική επαφή. Αφού λοιπόν δημιουργείται αυτός ο ψυχικός αποκλεισμός, ο έρωτας μεταμφιέζεται σε πάνδημο αλλά διατηρεί την αυταπάτη πως κυριεύοντας το κορμί του άλλου, παίρνεις ένα τεμάχιο της ψυχής του.

Το σώμα συμβολίζει μία πελώρια χάλκινη κλειδαριά, που ο ερωτευμένος ζητά επιμόνως να ανοίξει. [...]

Ελένη Λαδιά, Άρθρα για την Καβαφική Ποίηση (έκδ. Αρμός, Αθήνα 2016 (γ΄ αναθεωρ.), σσ. 86-87, 78).

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Ορφέας


Η καρδιά του ήταν το δόλωμα: οι ουρανοί ήταν η λίμνη!
Για ψαράς ποιά αλιεύματα του γλυκού ή του θαλασσινού νερού
είναι ίσα με αυτόν, είτε στο σχήμα είτε στη γεύση,
υπέροχο θείο ψάρι, Ιησού, Σωτήρα μου;

*

Η πιο θηλυκή από τις αλκυονίδες,
η αγάπη, οι δελεαστικές Σειρήνες,
όλοι γνωρίζουν τα θανατηφόρα τραγούδια
επικίνδυνα και απάνθρωπα.
Μην ακούτε τα καταραμένα τα πουλιά
αλλά τις λέξεις των αγγέλων στον παράδεισο.

*

Το περιστέρι

Περιστέρι, αγάπη και πνεύμα,
ποιός γέννησε τον Ιησού Χριστό;
Όπως κι εσύ αγαπώ μια Μαρία
και θα την κάνω γυναίκα μου.


Γκυγιώμ Απολλιναίρ, εκλογή από τα Calligrammes. Βεστιάριο ή η Λιτανεία του Ορφέα (μτφρ. Αχ. Κατσαρός).

Δημοσιευμένα όλα τα τετράστιχα της συλλογής στο περ. Οροπέδιο (τ. 15, Καλοκαίρι 2015, σσ. 520-524, εδώ η εκλογή εκ των σσ. 522 και 523).

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

παν το δαιμόνιον μεταξύ εστι θεού τε και θνητού


[...] «κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου». «Δηλαδή, Διοτίμα, τί;» «Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Άλλωστε κάθε τι δαιμονικόν ευρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού». «Και ποία είναι» είπα εγώ «η δράσις του;». «Να μεταφράζη και να μεταβιβάζη εις τους θεούς τα προερχόμενα εκ των ανθρώπων και εις τους ανθρώπους τα εκ των θεών, εκείνων μεν τας προσευχάς και τας θυσίας, τούτων δε τας προσταγάς και τας ανταποδόσεις. Εις το μέσον δε και των δύο όπως ευρίσκεται, γεμίζει το κενόν, ώστε το σύμπαν να έχη συνοχήν εσωτερικήν».

«Πατέρα» είπα τότ' εγώ «και μητέρα ποίον έχει;». «Αυτό» είπε «είναι μία ιστορία κάπως μεγάλη, αλλά θα σού την διηγηθώ. Τον καιρό λοιπόν που ήλθεν εις τον κόσμον η Αφροδίτη, οι θεοί είχαν τραπέζι, μαζί με τους άλλους και της Μήτιδος ο υιός ο Πόρος [ενν. ήλθεν]. Όταν απόφαγαν, ήλθεν η Πενία να επαιτήση, όπως ήτο φυσικόν εις μίαν τόσον μεγάλη διασκέδασιν· εστέκετο λοιπόν εκεί προς την είσοδον. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ (κρασί δεν υπήρχεν ακόμη) κατέβη, εξήλθεν έξω εις του Διός τον κήπον, και με το κεφάλι βαρύ όπως ήτον, έπεσε και απεκοιμήθη. Η Πενία τότε, μέσα εις την απορίαν της, συνέλαβε το σχέδιον ν' αποκτήση παιδί από τον Πόρον. Πηγαίνει λοιπόν και πλαγιάζει κοντά του· έτσι απέκτησε τον έρωτα. Δι' αυτόν τον λόγον έγινε ο Έρως της Αφροδίτης συνοδός και υπηρέτης, επειδή εγεννήθη εις τα γενέθλιά της και συγχρόνως επειδή εμφύτως είν’ ερωτευμένος με το ωραίον, η δε Αφροδίτη είναι ωραία.

Ως ο υιός λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως, συμβαίνει ώστε η κατάστασίς του να είναι η εξής: Πρώτα πρώτα είναι αιωνίως πτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως τον φαντάζεται ο κόσμος. Αντιθέτως είναι τραχύς και απεριποίητος και ανυπόδυτος και άστεγος· πλαγιάζει πάντοτε χάμω και χωρίς στρώματα, κοιμάται εις το ύπαιθρον, εις τα κατώφλια, και τους δρόμους, έχει της μητέρας του το φυσικόν, διαρκή επομένως σύντροφον την στέρησιν. Αφ' ετέρου κατά του πατέρα του το φυσικόν, είναι παγιδευτής πανούργος των ωραίων και των εκλεκτών, είναι γενναίος και ριψοκίνδυνος και ενεργητικός, κυνηγός φοβερός, εξυφαίνων νέα διαρκώς σχέδια, της φρονήσεως επιθυμητής και επινοητικός, την γνώσιν ζητών επί ζωής, τρομερός εις το να μαγεύη με γοητείας, με βότανα, με λόγια ωραία. Με αθάνατον όμοιος δεν είναι εις την φύσιν του ούτε με θνητόν, αλλά εντός μιάς και της αυτής ημέρας πότε ανθεί και ζή, όταν ευπορίαν εύρη, πότε αποθνήσει και πάλιν ξαναζωντανεύει, χάρις εις την πατρικήν του φύσιν και πάλιν ό,τι αποκτά κάθε φοράν, τού φεύγει διαρκώς μεσ' από τα δάκτυλα. Έτσι ούτε άπορος ποτέ τελείως είν’ ο Έρως , ούτε πλούσιος εις μέσα».

Πλάτωνος, Συμπόσιον, εν Ερουρέμ (μτφρ. Ιω. Συκουτρής, [έκδ. Εστία 1976], τ. 3, Χειμώνας 1984, σσ. 70-72, ένθα ομιλεί η Διοτίμα. Δικό της λογίο και ο τίτλος του παρόντος).

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

κατουράς σβέλτα


[...] Κατουράς σβέλτα, πλένεις το κουτάλι κι αν φτάσει το νερό και τα χεριά σου, βγαίνεις τρεχάτος κι αρπάζεις από τον αριστερό πάγκο το πιάτο σου – στην περίπτωσή μου δίχως πια βρισιές. Με συμπάθησαν κι οι δυό τους. Ο ένας από την τρίτη βραδιά, ο δεύτερος λίγο αργότερα, όταν την πιο απελπισμένη Δευτέρα, λίγο πριν κοιμηθώ, μού πέταξε το γκρίζο παντελόνι – το μπλε είχε σχιστεί – κι ένα προσόψι. Ο πρώτος – ένας από όσους μ’ έδειραν – ακόμη και τώρα όταν με βλέπει θέλει χειραψία και ρωτά σχεδόν καλοσυνάτα και φανερά συγκινημένος: έ φίλε, τί γίνεται;


*

[...] Ασφαλώς μεγαλύτερο από τα προηγούμενα, είπα, αλλά στενόμακρο και από πουθενά αέρας. Χτύπησα την πόρτα, στο φινιστρίνι φάνηκε ο ξανθός, ρώτησα πώς αναπνέω, μού έδειξε ψηλά, πάνω από την πόρτα, κάτι κλειστό. Τού είπα πως έχασα την ψυχραιμία μου, οι γυναίκες τη χάνουν, αποκρίθηκε, κι ύστερα από λίγο: αν κρυώνεις, σκεπάσου με την κουβέρτα / Δεν είδα ξανά γύρω μου, ούτε ψηλά ούτε χαμηλά, έπεσα όπως ήμουν στο κρεβάτι με το κεφάλι κολλητά στον τοίχο, έκλεισα τα μάτια, έβαλα από πάνω το χέρι μου, και περίμενα να ξημερώσει. [...]

Δ.Ν. Μαρωνίτης, Μαύρη γαλήνη (έκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2007 [1973]).

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

και συμμετοχή


[...]

Η επιθυμία μου να μένω κλεισμένος στο σπίτι μου είναι πια τόση ώστε προσπαθώ και όλες τις συναντήσεις μου, όλες τις επαπειλούμενες επισκέψεις στο σπίτι μου, να τις μετατρέψω σε πρωϊνές επισκέψεις στο γραφείο μου, ώστε να γλιτώνω τις ώρες του σπιτιού από τη διάσπαση σε μικρά μικρά κομματάκια αναμονής ή αυτονόητης κουβέντας. Δυστυχώς, δεν μπορώ να έχω και μερικές δήθεν ερωτικές – ο Θεός να τις κάνει «ερωτικές» - συναντήσεις μου στο γραφείο ώστε να τελειώνει κι αυτή η υποχρέωση.

[...] συνήθως αρνούμαι τα τραπέζια. Σε κάποιον μάλιστα που επέμενε ένα βράδυ πολύ και που στα νιάτα του πρέπει να ήταν κάτι είπα: «Άκου να σού πώ, δεν είναι τα τραπέζια, που έχω εγώ ανάγκη...». Και γελάσαμε, γιατί ο τόνος μου έδινε σαφώς να καταλάβει από ποιο άλλο έπιπλο έχω πιο πολύ ανάγκη. Κι έτσι συνήθως αρνούμαι: Χάσιμο χρόνου και πάρσιμο βάρους.

[...]

Πρόταση τέταρτη: Προσκλήσεις, προκλήσεις, προτάσεις, επισκέψεις, για έρωτα. [Αυτές γίνονται ολοένα πιο δύσκολες. Δεν τις δυσκολεύει μόνο η ηλικία αλλά και το πάχος. Δεν είμαι πολύ παχύς, ούτε και τόσο μεγάλος, αλλά είμαι αρκετά παχύς και αρκετά μεγάλος, ώστε να υφίσταμαι τη σχετική ερώτηση. Το βλέπω στα μάτια που δεν σταματούν πια απάνω μου ή και που ξεγλιστρούν με ταχύτητα, όταν νιώσουν πως κοιτάω με ενδιαφέρον. Δεν λέγω πως δεν έχω καθόλου έρωτες, δηλαδή σεξουαλικές πράξεις, αλλά δεν έχω πάντα αυτούς που θέλω και προπαντός στην ένταση και στην ποιότητα που τούς θέλω. Τα πρόσωπα που μένουν κοντά μου, ερωτικά κοντά μου, είναι συνήθως από κείνα που δεν έχω και μεγάλη ερωτική ζήτηση. Υπάρχει μια σύμβαση, μια σιωπηρά συμβιβαστική κατάσταση, τόσο για μένα όσο και γι’ αυτά. Πιο πολύ μένουν για την ασφάλεια που τούς παρέχω, τη σιγουριά, που τούς εξασφαλίζω, την εκπλήρωση των λόγων μου μέχρι κεραίας. Βέβαια, πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν ότι και εγώ έχω τις ίδιες απαιτήσεις για προσεχτικότητα κι έτσι, όποιο πρόσωπο μένει, τουλάχιστο σ’ αυτό το θέμα φέρεται μάλλον ικανοποιητικά. Δεν βαριέσαι, στο κάτω κάτω ο σκοπός είναι να έχεις κοντά σου, στο κρεβάτι σου, έναν εκπρόσωπο του γένους των ανθρώπων, κι από κεί και πέρα τα άλλα ανήκουν στη σφαίρα των ονείρων].

[...]

Γιώργος Ι. Ιωάννου, “Εγκλεισμός και συμμετοχή”, εν Ερουρέμ (τ. 3, Χειμώνας 1984, σσ. 33-34, 41, 42).

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

αλλά και την τεκνοποίηση


Τελικά, όσον αφορά το ανθρώπινο είδος, η σεξουαλική επιθυμία απαγορεύεται να πραγματωθεί εντός των ορίων της πυρηνικής οικογένειας. Αυτή η λεγόμενη απαγόρευση της αιμομιξίας, όταν έχουν παρέλθει πλέον τα άγχη που τη συνοδεύουν, νοηματοδοτεί με ύψιστη και συνειδητή κοινωνική αξία, με αίσθημα ευθύνης, όχι μόνο τον λόγο στον χώρο της εργασίας και των ανταλλαγών, αλλά και την τεκνοποίηση
·
διότι ανάγει την πατρότητα και τη διαδοχή των γενεών σε γλωσσική διεργασία, που υπερέχει της σαρκικής, και διότι υποτάσσει την εκτός νόμου επιθυμία στην απώθηση, η οποία εξαναγκάζει να μετουσιωθεί δημιουργικά σε έργα οτιδήποτε αναπτύσσεται εστιάζοντας αθέμιτα στις σώμα με σώμα, ρητά απαγορευμένες σχέσεις.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 28-29).

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

κορμί που κρύβει την αθανασία


ΜΗΔΕΝ

Α΄
Το σώμα σου προεκτείνεται αργά
αγγίζεις πια τις παρειές εκκολαπτόμενων γιγάντων.

καίγεσαι, καίγεσαι.
βουβαίνονται τα πλήθη των ανθρώπων
βαθαίνουν οι ρωγμές και μένεις μόνος.

Ο τόπος απομένει αδειανός·
το στόμα σου προάγγελος της ξηρασίας.
καίγεσαι, καίγεσαι.
Το είδωλό σου στον καθρέφτη προσκυνάς
σκύβει κι αυτό γονυπετεί μπροστά σου.

Φιλί θανάτου
Χαίνουσα άβυσσος καταβροχθίζει τους ποιμένες
των εριφίων που επιδίδονται σε αλαλαγμούς.
Ξεραίνονται τα μέλη των γιγάντων
Μαραίνονται τα μάτια σου και πέφτουν κάτω.
Φιλί θανάτου
Ιδού πελώριο μηδέν.

Β΄
Η κόρη αποσύρεται στο τυπικό της πλαίσιο
Το δάκρυ της είν' η βροχή μιας αναπάντεχης ημέρας
και πριν ακόμα ξημερώσει πετούν στους κήπους της πουλιά
Λευκή λευκότερη κι' από το χιόνι Δέσποινά μου
με πότισαν οι άνθρωποι φαρμάκι.

Σύννεφα πλέκουν στον ορίζοντα το φυλαχτό μου
Λυγίζουν πια τα γόνατά μου
Μειδιούν τα δάκρυα των πολλών μου αμαρτιών.

Στέκεις αγνή, μού παραστέκεις
απόψε που με ψήνει ο πυρετός.
Λευκή, λευκότερη κι' από το χιόνι Δέσποινά μου
η μεσιτεία σου είναι οδός χαριτωμένη.

Γ΄
Τώρα πετούνε διάφανα πουλιά στον ουρανό
Μετρώ στο σώμα μου τα βήματα της οικουμένης
[Διακινδυνεύω μιαν υποκρισία]
Κρυφά κι ανάκρυφα ιχνηλατεί τα βράδια
κορμί που κρύβει την αθανασία.

Άγγελος Καλογερόπουλος, εν Ερουρέμ (τ. 3, Χειμώνας 1984, σσ. 54-55).