Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

παν το δαιμόνιον μεταξύ εστι θεού τε και θνητού


[...] «κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου». «Δηλαδή, Διοτίμα, τί;» «Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Άλλωστε κάθε τι δαιμονικόν ευρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού». «Και ποία είναι» είπα εγώ «η δράσις του;». «Να μεταφράζη και να μεταβιβάζη εις τους θεούς τα προερχόμενα εκ των ανθρώπων και εις τους ανθρώπους τα εκ των θεών, εκείνων μεν τας προσευχάς και τας θυσίας, τούτων δε τας προσταγάς και τας ανταποδόσεις. Εις το μέσον δε και των δύο όπως ευρίσκεται, γεμίζει το κενόν, ώστε το σύμπαν να έχη συνοχήν εσωτερικήν».

«Πατέρα» είπα τότ' εγώ «και μητέρα ποίον έχει;». «Αυτό» είπε «είναι μία ιστορία κάπως μεγάλη, αλλά θα σού την διηγηθώ. Τον καιρό λοιπόν που ήλθεν εις τον κόσμον η Αφροδίτη, οι θεοί είχαν τραπέζι, μαζί με τους άλλους και της Μήτιδος ο υιός ο Πόρος [ενν. ήλθεν]. Όταν απόφαγαν, ήλθεν η Πενία να επαιτήση, όπως ήτο φυσικόν εις μίαν τόσον μεγάλη διασκέδασιν· εστέκετο λοιπόν εκεί προς την είσοδον. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ (κρασί δεν υπήρχεν ακόμη) κατέβη, εξήλθεν έξω εις του Διός τον κήπον, και με το κεφάλι βαρύ όπως ήτον, έπεσε και απεκοιμήθη. Η Πενία τότε, μέσα εις την απορίαν της, συνέλαβε το σχέδιον ν' αποκτήση παιδί από τον Πόρον. Πηγαίνει λοιπόν και πλαγιάζει κοντά του· έτσι απέκτησε τον έρωτα. Δι' αυτόν τον λόγον έγινε ο Έρως της Αφροδίτης συνοδός και υπηρέτης, επειδή εγεννήθη εις τα γενέθλιά της και συγχρόνως επειδή εμφύτως είν’ ερωτευμένος με το ωραίον, η δε Αφροδίτη είναι ωραία.

Ως ο υιός λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως, συμβαίνει ώστε η κατάστασίς του να είναι η εξής: Πρώτα πρώτα είναι αιωνίως πτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως τον φαντάζεται ο κόσμος. Αντιθέτως είναι τραχύς και απεριποίητος και ανυπόδυτος και άστεγος· πλαγιάζει πάντοτε χάμω και χωρίς στρώματα, κοιμάται εις το ύπαιθρον, εις τα κατώφλια, και τους δρόμους, έχει της μητέρας του το φυσικόν, διαρκή επομένως σύντροφον την στέρησιν. Αφ' ετέρου κατά του πατέρα του το φυσικόν, είναι παγιδευτής πανούργος των ωραίων και των εκλεκτών, είναι γενναίος και ριψοκίνδυνος και ενεργητικός, κυνηγός φοβερός, εξυφαίνων νέα διαρκώς σχέδια, της φρονήσεως επιθυμητής και επινοητικός, την γνώσιν ζητών επί ζωής, τρομερός εις το να μαγεύη με γοητείας, με βότανα, με λόγια ωραία. Με αθάνατον όμοιος δεν είναι εις την φύσιν του ούτε με θνητόν, αλλά εντός μιάς και της αυτής ημέρας πότε ανθεί και ζή, όταν ευπορίαν εύρη, πότε αποθνήσει και πάλιν ξαναζωντανεύει, χάρις εις την πατρικήν του φύσιν και πάλιν ό,τι αποκτά κάθε φοράν, τού φεύγει διαρκώς μεσ' από τα δάκτυλα. Έτσι ούτε άπορος ποτέ τελείως είν’ ο Έρως , ούτε πλούσιος εις μέσα».

Πλάτωνος, Συμπόσιον, εν Ερουρέμ (μτφρ. Ιω. Συκουτρής, [έκδ. Εστία 1976], τ. 3, Χειμώνας 1984, σσ. 70-72, ένθα ομιλεί η Διοτίμα. Δικό της λογίο και ο τίτλος του παρόντος).

Δεν υπάρχουν σχόλια: