Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

κορμί που κρύβει την αθανασία


ΜΗΔΕΝ

Α΄
Το σώμα σου προεκτείνεται αργά
αγγίζεις πια τις παρειές εκκολαπτόμενων γιγάντων.

καίγεσαι, καίγεσαι.
βουβαίνονται τα πλήθη των ανθρώπων
βαθαίνουν οι ρωγμές και μένεις μόνος.

Ο τόπος απομένει αδειανός·
το στόμα σου προάγγελος της ξηρασίας.
καίγεσαι, καίγεσαι.
Το είδωλό σου στον καθρέφτη προσκυνάς
σκύβει κι αυτό γονυπετεί μπροστά σου.

Φιλί θανάτου
Χαίνουσα άβυσσος καταβροχθίζει τους ποιμένες
των εριφίων που επιδίδονται σε αλαλαγμούς.
Ξεραίνονται τα μέλη των γιγάντων
Μαραίνονται τα μάτια σου και πέφτουν κάτω.
Φιλί θανάτου
Ιδού πελώριο μηδέν.

Β΄
Η κόρη αποσύρεται στο τυπικό της πλαίσιο
Το δάκρυ της είν' η βροχή μιας αναπάντεχης ημέρας
και πριν ακόμα ξημερώσει πετούν στους κήπους της πουλιά
Λευκή λευκότερη κι' από το χιόνι Δέσποινά μου
με πότισαν οι άνθρωποι φαρμάκι.

Σύννεφα πλέκουν στον ορίζοντα το φυλαχτό μου
Λυγίζουν πια τα γόνατά μου
Μειδιούν τα δάκρυα των πολλών μου αμαρτιών.

Στέκεις αγνή, μού παραστέκεις
απόψε που με ψήνει ο πυρετός.
Λευκή, λευκότερη κι' από το χιόνι Δέσποινά μου
η μεσιτεία σου είναι οδός χαριτωμένη.

Γ΄
Τώρα πετούνε διάφανα πουλιά στον ουρανό
Μετρώ στο σώμα μου τα βήματα της οικουμένης
[Διακινδυνεύω μιαν υποκρισία]
Κρυφά κι ανάκρυφα ιχνηλατεί τα βράδια
κορμί που κρύβει την αθανασία.

Άγγελος Καλογερόπουλος, εν Ερουρέμ (τ. 3, Χειμώνας 1984, σσ. 54-55).

Δεν υπάρχουν σχόλια: