Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

κατουράς σβέλτα


[...] Κατουράς σβέλτα, πλένεις το κουτάλι κι αν φτάσει το νερό και τα χεριά σου, βγαίνεις τρεχάτος κι αρπάζεις από τον αριστερό πάγκο το πιάτο σου – στην περίπτωσή μου δίχως πια βρισιές. Με συμπάθησαν κι οι δυό τους. Ο ένας από την τρίτη βραδιά, ο δεύτερος λίγο αργότερα, όταν την πιο απελπισμένη Δευτέρα, λίγο πριν κοιμηθώ, μού πέταξε το γκρίζο παντελόνι – το μπλε είχε σχιστεί – κι ένα προσόψι. Ο πρώτος – ένας από όσους μ’ έδειραν – ακόμη και τώρα όταν με βλέπει θέλει χειραψία και ρωτά σχεδόν καλοσυνάτα και φανερά συγκινημένος: έ φίλε, τί γίνεται;


*

[...] Ασφαλώς μεγαλύτερο από τα προηγούμενα, είπα, αλλά στενόμακρο και από πουθενά αέρας. Χτύπησα την πόρτα, στο φινιστρίνι φάνηκε ο ξανθός, ρώτησα πώς αναπνέω, μού έδειξε ψηλά, πάνω από την πόρτα, κάτι κλειστό. Τού είπα πως έχασα την ψυχραιμία μου, οι γυναίκες τη χάνουν, αποκρίθηκε, κι ύστερα από λίγο: αν κρυώνεις, σκεπάσου με την κουβέρτα / Δεν είδα ξανά γύρω μου, ούτε ψηλά ούτε χαμηλά, έπεσα όπως ήμουν στο κρεβάτι με το κεφάλι κολλητά στον τοίχο, έκλεισα τα μάτια, έβαλα από πάνω το χέρι μου, και περίμενα να ξημερώσει. [...]

Δ.Ν. Μαρωνίτης, Μαύρη γαλήνη (έκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2007 [1973]).

Δεν υπάρχουν σχόλια: