Κανένα ζωντανό πλάσμα, εκτός από την αρκούδα, λένε,
και την «αχεροντία την άτροπο», δεν μπορεί να αντισταθεί
στην λύσσα αυτών των δριμύτατων λεγεώνων.*
και την «αχεροντία την άτροπο», δεν μπορεί να αντισταθεί
στην λύσσα αυτών των δριμύτατων λεγεώνων.*
Η μέλισσα δεν είναι εν γένει ούτε κακόβουλη ούτε επιθετική· μοιάζει όμως αρκετά ιδιότροπη. Απέναντι σε ορισμένους ανθρώπους δείχνει μιαν ασυγκράτητη αντιπάθεια· υπάρχουν επίσης μέρες που είναι ευερέθιστη -όπως για παράδειγμα όταν ζυγώνει καταιγίδα- και συμπεριφέρεται εξαιρετικά κακότροπα.
Έχει λεπτή κι υπερευαίσθητη όσφρηση και δεν ανέχεται κανενός είδους άρωμα, πάνω απ' όλα, δε, σιχαίνεται τη μυρωδιά του ανθρώπινου ιδρώτα και του αλκοόλ. Είναι ουσιαστικά αδύνατον να την εξημερώσεις· όμως, οι κυψέλες τις οποίες δεν επισκέπτεται ποτέ ο άνθρωπος γίνονται μοχθηρές και καχύποπτες· ενώ εκείνες που ο άνθρωπος περιβάλλει με καθημερινή φροντίδα εξοικειώνονται εύκολα με τη διακριτική και συνετή παρουσία του. [...]
*
[...] Βλέποντας ξαφνικά την τεράστια κατοικία της να σηκώνεται στον αέρα, να αναποδογυρίζεται και να χάσκει μισάνοιχτη, φαντάζεται πιθανότητα πως πρόκειται για μιαν αναπόφευκτη και φυσική καταστροφή, ενάντια στην οποία δεν έχει νόημα να παλέψει. Δεν αντιστέκεται ούτε το βάζει στα πόδια.
Από τη στιγμή που αποδέχεται τον όλεθρο, φαίνεται πως ήδη, με το ένστικτό της, οραματίζεται τη μελλοντική της κατοικία, την οποία ελπίζει να ξαναχτίσει αρπάζοντας ό,τι μπορεί από τα εναπομείναντα υλικά της ρημαγμένης πόλης. [...] Ή μήπως, [...] διαπιστώνει πως όλα έχουν ανεπιστρεπτί χαθεί και προτιμά να αφανιστεί παίρνοντας ό,τι τής αναλογεί από το πλιάτσικο και να περάσει έτσι από τη ζωή στο θάνατο μέσα σε μια μοναδική, εκπληκτική κραιπάλη; [...]
*
[...] Έτσι, σε κάθε μεγάλη δοκιμασία της πολιτείας, σε κάθε ταραχή που φαντάζει αναπότρεπτη, μόλις ο πανικός απλωθεί διαδοχικά μέσα στη μαύρη τρεμάμενη φυλή, οι μέλισσες εφορμούν στις κερήθρες, τραβούν βίαια τα ιερά καλύμματα με τις προμήθειες του χειμώνα, βουτάνε το κεφάλι τους μέσα στις ευωδιαστές δεξαμενές, βυθίζονται ολόκληρες μέσα, ρουφούν επί μακρόν το αγνό κρασί των ανθέων, περιδρομιάζουν και μεθούν μέχρις ότου οι στεφανωμένες με τα μπρούτζινα δαχτυλίδια κοιλιές τους επιμηκυνθούν και φουσκώσουν σαν ξέχειλοι ασκοί.
Πρησμένες έτσι από το μέλι, οι μέλισσες δεν μπορούν πλέον να διπλώσουν την κοιλιά τους και να σχηματίσουν τη γωνία που απαιτείται για να βγεί το κεντρί. Από κείνη τη στιγμή και ύστερα, οι μέλισσες γίνονται για λόγους μηχανικής, τρόπον τινά, άκακες.
Εμείς έχουμε εν γένει στο μυαλό μας πως ο μελισσοκόμος χρησιμοποιεί το καπνιστήρι για να ζαλίσει, σχεδόν να προκαλέσει ασφυξία στις πολεμοχαρείς θησαυροφύλακες των αιθέρων και να εισχωρήσει μ' αυτό τον τρόπο μες στο παλάτι των αναρίθμητων κοιμισμένων αμαζόνων, επωφελούμενος από τον ανυπεράσπιστο ύπνο τους. Αυτό είναι λάθος·
ο καπνός χρησιμεύει κατ' αρχάς για να διώξει από την είσοδο τις μέλισσες-φρουρούς, που είναι πάντα σε εγρήγορση και εξαιρετικά επιθετικές· στη συνέχεια δύο τρία δαχτυλίδια καπνού σπέρνουν τον πανικό ανάμεσα στις εργάτριες· ο πανικός προκαλεί τη μυστηριώδη κραιπάλη και η κραιπάλη την αδυναμία. Έτσι εξηγείται γιατί μπορούμε, με γυμνά χέρια και ακάλυπτο πρόσωπο, να ανοίξουμε τις πιο πολυπληθείς κυψέλες, να ελέγξουμε τις κερήθρες, να αναταράξουμε τις μέλισσες, να τίς απλώσουμε στα πόδια μας, να τίς στοιβάξουμε, να τίς μεταγγίσουμε σαν κόκκους σταριού και να συλλέξουμε ήρεμα το μέλι, παρά το εκκωφαντικό νέφος των λεηλατημένων εργατριών και χωρίς να υποστούμε ούτε ένα τσίμπημα. [...]
*
[...] Η μόνη σωτηρία είναι η άμεση φυγή προς τους θάμνους. Η μέλισσα είναι λιγότερο μνησίκακη, λιγότερο αδυσώπητη από τη σφήκα και σπανίως καταδιώκει τον εχθρό. Αν η φυγή σας είναι αδύνατη, τότε μόνο η απόλυτη ακινησία σας θα μπορούσε να τήν ηρεμίσει ή να τήν ξεγελάσει. Φοβάται και επιτίθεται με την παραμικρή απότομη κίνηση, αλλά συγχωρεί αμέσως αυτόν που σταματά να κινείται. [...]
*
[...] Οι φτωχές κυψέλες ζούνε ή μάλλον πεθαίνουν μέρα με τη μέρα [...] ο ζήλος τους δεν ξεγελιέται από τη δυνατότητα δημιουργίας μιας μελλοντικής πολιτείας. Το μόνο που σκέφτονται είναι να θυσιαστούν ενώπιον της βεβηλωμένης εισόδου και, καθώς είναι αδύνατες, καχεκτικές, σβέλτες και μανιασμένες, την υπερασπίζονται με πρωτοφανή ηρωισμό και σθένος.
Επιπλέον, ο συνετός μελισσοκόμος δεν μετακινεί ποτέ τα ενδεή μελίσσια χωρίς να έχει προηγουμένως προσφέρει θυσία στις πεινασμένες Ευμενίδες. Τούς προσφέρει ένα κομμάτι κερήθρα. Αυτές σπεύδουν κατά πάνω του κι έπειτα, με τη βοήθεια του καπνού, πρήζονται και μεθούν, και έτσι χάνουν τη δύναμή τους, όπως οι πλούσιες αστές των παραγωγικών κελιών.
οι αγνές τρυγήτριες δεν ανέχονται το πλησίασμα
του ανήθικου, και κυρίως του μοιχού.*
του ανήθικου, και κυρίως του μοιχού.*
Maurice Maeterlinck, Η οργή των μελισσών (έκδ. Ροές, μτφρ. Αγλαΐα Τζόκα, Αθήνα 2020, σσ. 52-53, 56, 57, 57-59, 60, 60-61).
-----
* Το motto εκ του ιδίου (ό.π, σ. 59), με την οίκοθεν υποσημείωση πως: ««Acherontia atropos»: είδος πεταλούδας-σκόρου, γνωστού και ως «νεκροκεφαλή», που κάνει επιδρομές στα μελίσσια για το μέλι τους».
** Κι η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π, σ. 61).