Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

διά της φρουρούσης χάριτος


φάρμακον ακεσώδυνον * (σ. 82,9).

48. […] ζατρεύεσθαι των ελαιών οι καρποί
και οργάνοις τισί και λίθου βάρει το έλαιον εκπιέζεσθαι
και κενήν υδρίαν ελαίου πληρώσαι και ως αυτόν αγαγείν.** (σ. 136).

Εκ του Κουτλουμουσιάνου κώδικος 210 (φ. 106α-181β) προοίμιον:

1. Οι εν πελάγει μεγάλω πλέοντες, οις ουκ όρος, ου βουνός, ουδέ σκόπελοί τινες την χέρσον σημαίνουσι, πρός τινας αστέρας αποβλέποντες και προς εκείνους το σκάφος ρυθμίζοντες, αναυάγητοι διαμένουσιν. Οι δε γε της εκκλησίας μαθηταί και της ευσεβείας τρόφιμοι, οι εν τω πελάγει του βίου τούτου τυγχάνοντες, ου προς αστέρας τινάς αποβλέπουσιν, αλλά προς τους πάλαι αγίους και εναρέτους πατέρας το όμμα της διανοίας τείνοντες και τοις εκείνων ίχνεσι πόθω ψυχής ακολουθούντες, εις τον αυτόν λιμένα της ουρανίου βασιλείας διασώζονται· διά τούτο γαρ και οι βίοι αυτών εν ταις βίβλοις εγράφησαν, ίνα μη μόνον ακούοντες επαινώμεν, αλλ' ίνα και ποθήσαντες την αυτών πολιτείαν ζηλώσωμεν. (σ. 161).

Εκ του Βαρβερινιανού κώδικος 583 (σσ. 611-683)

3. […] και μακάριον βίον εν αώρω και ατελεί ηλικία πεπολιωμένην σοφίαν επιδεικνύμενος […] (σ. 18).
7. […] Του καιρού δε προϊόντος και εν έξει γεγονώς των τοιούτων πόνων και εθάδα ώσπερ την ψυχήν της τοιαύτης σκληροτέρας διαγωγής αποφήνας, εβδομάδος ημέρα των θείων μετελάμβανε μυστηρίων και μικρόν κλάσμα άρτου καχρυδίου, όπερ πλήρες ήν ευρώτος και έξωρον, ως μηδέ κάν γουν τη οσφρήσει σώζειν την άρτου ποιότητα, και πόσις δε ήν αυτώ ύδωρ, μέτρω και φειδοί λαμβανόμενον. (σ. 24). [= Ενώ δε ο καιρός περνούσε και είχαν γίνει έξις σ' αυτόν οι κόποι της ασκήσεως, και είχε σαν συνηθισμένη την ψυχή του σε τέτοια σκληροτέρα ζωή, κατά μίαν ημέρα της εβδομάδος μετελάμβανε των Θείων Μυστηρίων και, μετά την Μετάληψι αυτών, έτρωγε και μικρό κομμάτι άρτου κριθαρένιου το οποίον ήτο μουχλιασμένο από την πολυκαιρία, ώστε ούτε με την όσφρησι να διατηρή την ιδιότητα του άρτου] (μτφρ. υπό Γ. Κατσούλα, έκδ. Τήνος, Αθήνα 1997, σ. 42).
9. […] ηξίωμαι γαρ ουκ οίδ’ όπως ο ανάξιος έτι τω χοΐ συμφυρόμενος και θνητώ σαρκίω δεδεμένος οράν τρανώς τοις έσωθεν όμμασι τα αθέατα κάλλη και την ελπιζομένην μακαριότητα της των αιωνίων αγαθών απολαύσεως. (σ. 28).
11. Τούτοις τοις ρήμασι και ευχαίς επικαίροις εφοδιάσας ο γέρων τον όσιον […], τη υστεραία της χειρός του οσίου ο γέρων αψάμενος και είσω του θείου ναού γενόμενος και τω του ξύλου κρούσματι πάσαν συγκαλέσας την αδελφότητα, κοινής ευχής γενομένης, και τρις εκατοντάκις το Κύριε ελέησον πάντων εκφωνησάντων, εξήλθε πως ο των μοναχών όμιλος του ιερού φροντιστηρίου, ανιωμένων πάντων επί τη στερήσει του αδελφού και λυπουμένων. […] (σ. 34).
14. «[…] ιδού εγώ έτοιμός ειμι και προς πάντα κίνδυνον ευτρεπής και παράσκευος. Ει δ' ουκ ελάβετε, τί διά κενής ανομείτε, ώ κάκιστοι, οι μηδέ κατά χοίρων όλως ειληφότες εξουσίαν;» Είτα και πλέον ή κατά άνθρωπον είναι διά της φρουρούσης χάριτος δεικνύων, ίστατο μεν αδεής, έφερε δε διά χειλέων τα του Δαβίδ ρήματα, λέγων «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω; Εάν παρατάξηται επ' εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου» και τα εξής.
15. Αλλ' ούτω μεν τληπαθών ο αοίδιμος εφ' όλης τρισίν έτεσιν, επί τε τη αμέτρω σκληραγωγία και τοις εκ των ακαθάρτων δαιμόνων πειρασμοίς, έκαμνε μεν το σώμα διαπονούμενος και μογών εν τοις υπέρ φύσιν αγώσιν· […] Ευθύμησεν ο μέγας επί τη θεία τήδε και αγαθή επαγγελία και των ασκουμένων πλέον από τρυφής το σώμα ρωσθείς και βεβαία πτερωθείς ελπίδι, ώρμησε παραχρήμα προς το κήρυγμα, παρομαρτούσης αυτώ και της οδηγούσης χάριτος, καταδιώκων έκτοτε τα πονηρά πνεύματα ευθαρσώς και γενναίως και ώσπερ τισί θηρίος καλάμου επιτιμών αυτοίς. (σσ. 42, 44, 46).

*

Ο Λαμψίδης σταχυολογεί από έκδοση του 1646 εν Βενετία που εμπεριέχει και την Διαθήκη του οσίου ότι αναγράφεται: Εν ταις κλειναίς Βενετίαις, Παρά Ιωάννη Αντωνίω τω Ιουλιανώ. αχμσ΄. Πουλιέται κοντά εις το Πόντε του Αγίου Φαντίνου. (σ. 242).

Εκ της Διαθήκης Νίκωνος: στιχ. 4-7: […] ερχόμενος εγώ εις το Αμύκλειον [=Τεγέα] επαράγγειλα τα λόγια τα θεϊκά. Τότε δε εσυμαζώχθηκαν οι άρχοντες της Λακεδαιμονίας, εις την εκκλησίαν της αγίας Βαρβάρας και είπανέ μου, πώς εις την λακεδαιμόνιαν έπεσεν τόσον θανατικόν. Ώστε οπού εμείς δεν ημπορούμεν να θάπτομεν τους νεκρούς. [και εξιστόρισις της σωτηρίας εκ του θανατικού κατόπιν οδηγιών του αγίου]. (σ. 251).

Ακροτελεύτειος στιχ. 156-157: Διά να οδηγήση ο θεός να φυλαχθούσι όλα ετούτα οπού εγώ εσχεδίασα εις το τετράδιον. (σ. 256).

*

διά την ζωγραφικήν τέχνην εν Βυζαντίω

α) Ο ζωγράφος, και ο πλέον επιδέξιος, εχρειάζετο «μοντέλο», είχεν ανάγκην να έχη προ αυτού το ζωγραφούμενον αντικείμενον.

β) Κατά πρώτον εγράφετο επί του πίνακος [σανίδι, 92,5] το όλον σχέδιον και μετά ταύτα εχρωματίζετο και

γ) ειδικώτερον δια την απεικόνισιν του Οσίου: Τούτον ο ζωγράφος παρέστησε μακρόν μεν τη ηλικία (= το ανάστημα), το σχήμα ερημικόν (= το του μοναχού, του αναχωρητού) και ράκος παλαιόν ενειμένον, αυχμώντα την κεφαλήν (= ακάλυπτον άρα), μέλανας δε κεκτημένον τας τρίχας της κεφαλής και του πώγωνος… έφερε… επί χείρας και ράβδον σταυρόν έχουσαν περί το άκρον αυτής [90, 31-35]. Βεβαίως η απεικόνισις ενέφαινε τον Όσιον ουχί εις γεροντικήν ηλικίαν, αλλά εισέτι νέον. (σ. 433).

Βίος και Πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του αγίου και θαυματουργού Νίκωνος μυροβλύτου του Μετανοείτε [928-1005],
εν τω τόμω: Ο εκ Πόντου όσιος Νίκων ο Μετανοείτε (κείμενα – σχόλια), Οδ. Λαμψίδου (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών – περιοδικό Αρχείον Πόντου, Παράρτημα 13 – Πηγαί της Ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου, Αθήναι 1982).

Δεν υπάρχουν σχόλια: