«Απείρηκα ήδη συσκευαζόμενος
και βαδίζων και τρέχων και τα όπλα φέρων
και εν τάξει ών και φυλακάς φυλάττων
και μαχόμενος».*
και βαδίζων και τρέχων και τα όπλα φέρων
και εν τάξει ών και φυλακάς φυλάττων
και μαχόμενος».*
28.10.1940. [...] πάω στο Φρουραρχείο για να πληροφορηθώ πού θα παρουσιασθώ.
31.10.1940. Σήμερα ντύθηκα. Με κατατάξανε στο 1ο Πεζικό Σύνταγμα. Πέρασα από το σπίτι μου, ξαναχαιρέτησα τους δικούς μου κι' επήγα στην Μονάδα μου. Ήτανε στρατοπεδευμένη σ' ένα δασύλλιο της Φιλοθέης από ελιές και πεύκα. [...]
[...]
3.11.1940. [...] Στις 10 το βράδυ ξεκινήσαμε και αφού περάσαμε το Ψυχικό και τα Τουρκοβούνια βγήκαμε στην οδό Πατησίων. Περάσαμε την Ομόνοια και μπήκαμε στην οδό Πειραιώς. Πολλοί φωνάζουν: «Προσοχή ρε, από τα καρφιά». Τα ξημερώματα φτάσαμε στο τεράστιο εργοστάσιο «Θερμίς», επί της οδού Πειραιώς στη στάση Μοσχάτου και στρατωνιστήκαμε μέσα σ' αυτό. Είχαμε διανύσει πάνω από 15 χιλιόμετρα και κουραστήκαμε. Είμαστε ασυνήθιστοι.
4.11.1940. Τα πόδια βγάζουν φωτιές. Νόμιζα πως είχαν βγεί οι μύτες από τις πρόκες της αρβύλας και μού τρύπαγαν τις πατούσες. Πήγα σ' ένα υπαίθριο τσαγκάρη κι' έβγαλα όλες τις πρόκες από τα άρβυλα. Μού βγήκε σε κακό γιατί οι αρβύλες χωρίς τις πρόκες γλυστράνε.
[...] Φάγαμε ρέγγα, ελιές και κουραμάνα. Ο σιτιστής μας μάς είπε ότι στο στρατό τη ρέγγα τη λένε «βασίλισσα».
Μάς είπαν ότι το μεσημέρι φεύγουμε. Άρχισα να συνειδητοποιώ οριστικά ότι πάω στον πόλεμο, ότι αφήνω την οικογένειά μου, την αγαπημένη μου, το γραφείο μου. Αναρωτιέμαι αν θα γυρίσω κοντά τους. Ύστερα από πολλές σκέψεις κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα απελευθερωθώ και θα λυτρωθώ από κάθε φόβο και κάθε συνέπειά του, αν θεωρήσω σαν δεδομένο ότι θα σκοτωθώ οπωσδήποτε, ότι δεν θα γυρίσω πίσω και ότι απλώς θα πρέπει να προφυλάγομαι μέσα στα πλαίσια της λογικής, ώστε να δώσω τη μεγαλύτερη προσφορά στον αγώνα. Ύστερα από αυτή την απόφαση νοιώθω τον εαυτό μου ελεύθερο, εντελώς ελεύθερο, δυνατό και χρήσιμο.
Προσπαθώ να μεταδώσω στους συναδέλφους μου αυτή μου τη φιλοσοφία. Ελάχιστοι με καταλαβαίνουν. Έτσι ούτε φόβο θάχω, ούτε τη δειλία που φέρνει ο φόβος. Θάμαι πάντα απερίσπαστος από αυτά και έτοιμος για το καθήκον. Από τη Θερμίδα τηλεφώνησα στην αγαπημένη μου κι' ήρθε κοντά μου. Προσπάθησα να τής μεταδώσω αυτές μου τις αντιλήψεις. Ξαφνιάστηκε, τίς δέχτηκε ή έκανε πως τίς δέχτηκε, και περιορίστηκε να μού πεί: Εγώ είμαι βέβαιη πως θα γυρίσεις. [...]
*
Ο ακούραστος συνάδελφος Στέλιος Χαμπάκης, πήρε τα παγούρια μας, πήγε στον Πηνειό, κάπου ένα χιλιόμετρο πορεία, και τα γέμισε με νερό κοκκινωπό από τη λάσπη. Το φιλτράραμε με τα μαντήλια μας. Πάλι ρέγγα, πάλι «βασίλισσα», τυρί και κουραμάνα. [...]
13 έως 18.11.1940. Μείναμε στις παρυφές του χωριού Γιωργανάδες. Οι κάτοικοι αφιλόξενοι. Οι Θεσσαλοί δεν μάς αφήνουν να πάρουμε νερό από τα πηγάδια τους, εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Ούτε εχθροί τους νάμαστε. Διαρκείς συναγερμοί. Βρήκαμε πηγή. Πλυθήκαμε, λουστήκαμε ξυριστήκαμε και πλύναμε ό,τι μπορούσαμε. [...]
έως 29.1.1941. [στη Βεύη] [...] ύστερα έρχονται τα βομβαρδιστικά. Χτυπάνε από πολύ ψηλά. Συνήθως αστοχούν. Μάς δίνουν την ευκαιρία σε κάθε σάλπισμα συναγερμού να αραιώνουμε και να ξαπλωνόμαστε για να καλυπτώμεθα. Έτσι ξεκουραζόμαστε συγχρόνως. Σε κάθε τέτοια περίπτωση συνήθισα να ψέλνω τραγουδιστά «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τω στρατιώτη ξαπλώσου». Τόμαθαν και το έψελναν όλοι οι άντρες της διμοιρίας. Ακόμη και ο Λοχαγεύων Ηλίας Τσουγκράνης. [...]
Οδοιπορικό του πολέμου 1940-41 του στρατιώτη Αριστείδη Τσάτσου (Αθήνα 1986, σσ. 16, 17-18, 21-22, 23). - Το motto εκ του ιδίου προμετωπίδα του βιβλίου εκ του Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις (βιβλίον Ε΄ κεφ. 1 παρ. 2).