O Frazer υποστηρίζει ότι οι μεταγενέστεροι συγγραφείς [...] παρασύρθηκαν και νόμισαν ότι το Jus Primae Noctis ίσχυσε και στη Σκωτία, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, κι αυτό γιατί παρερμήνευσαν το marchet ή merchet που ήταν το πρόστιμο που κατέβαλε ο υποτελής στο φεουδάρχη κατά το γάμο της κόρης του.
Ο Λόρδος Hailes ερμηνεύοντας το mulierum marketa (merchet) γράφει ότι ο πιθανός λόγος εμφάνισής του είναι ότι άτομα ταπεινής καταγωγής που κατοικούσαν σε ένα κτήμα εθεωρούντο γενικά είτε ως ascripti glebae (δεμένοι με τη γή, πάροικοι) ή υπέκειντο σε διάφορες δουλείες ανάλογες με τους ascripti glebae.
Ήταν υποχρεωμένοι να ζούν στο κτήμα και να προσφέρουν ορισμένες υπηρεσίες στον φεουδάρχη. Καθώς όμως οι γυναίκες, όταν παντρεύονταν, ακολουθούσαν την κατοικία των συζύγων τους, ο φεουδάρχης έχανε ένα τμήμα των υποτελών του, εκείνες δηλαδή τις δουλοπάροικες που παντρεύονταν ξένους. Για να ισοσταθμίσει την απώλεια καθορίστηκε η καταβολή ενός ποσού που αργότερα πήρε το χαρακτήρα μιας μικρής χρηματικής καταβολής που συμβόλιζε το δίκαιο του αφέντη σύμφωνα με το παλαιό έθιμο.
Ο Frazer αποδέχεται αυτή την ερμηνεία. Προσθέτει δε ότι ούτε στην Αγγλία ούτε στη Σκωτία ίσχυσε το Δίκαιο της Πρώτης Νύχτας και ότι το merchet δεν ήταν το υποκατάστατο του Jus Primae Noctis, η χρηματική δηλαδή εξαγορά του δικαιώματος του φεουδάρχη να ξεπαρθενεύει τις νιόνυμφες των υποτελών του, αλλά η αποζημίωση του αφέντη για την απώλεια ενός παραγωγικού μέλους των υποτελών του που με το γάμο με έναν ξένο έφευγε από το τιμάριο.
*
Στην ηπειρωτική Ευρώπη, στη Γαλλία και στη Γερμανία, κατά τον Frazer, επικράτησε μια παρόμοια παρανόηση. Υποστηρίζει ότι η παρανόηση αυτή του Jus Primae Noctis ξεκίνησε αντίθετα, από μιαν αυστηρή πρακτική αγνότητας που επέβαλε η αρχαία εκκλησία στους πρώιμους χρόνους του χριστιανισμού, όπως μαθαίνουμε από ένα διάταγμα της τέταρτης Συνόδου της Καρχηδόνας, το 398 μ.Χ., που όρισε ότι: «όταν ο γαμπρός και η νύφη λάβουν την ευλογία του γάμου, θα πρέπει να παραμείνουν αυτή τη βραδιά σε κατάσταση παρθενίας για να τιμηθεί η ευλογία».
Το διάταγμα αυτό πέρασε στο κανονικό δίκαιο και επαναλήφθηκε δύο φορές σε Διατάγματα. Πρόκειται, μ' άλλα λόγια, για εφαρμογή των περίφημων «νυκτών του Τωβία».
Αλλά τί είναι αυτές οι νύχτες του Τωβία; Η ιστορία βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο του Τωβίτ (3.7-8.21). Μια φορά ήταν μια Εβραία που την έλεγαν Σάρρα, κόρη κάποιου Ραγουήλ, που ζούσε στα Εκβάτανα της Περσίας. Παντρεύτηκε εφτά άντρες, αλλά και οι εφτά σκοτώθηκαν την πρώτη νύχτα του γάμου από ένα πονηρό δαιμόνιο, τον Ασμοδαίο, που ήταν ερωτευμένο μαζί της και δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει ερωτικά. Η Σάρρα απαρηγόρητη, γιατί έτυχε να είναι και μοναχοκόρη, προς στιγμήν σκέφτηκε να αυτοκτονήσει αλλά μετάνιωσε γιατί λυπήθηκε τον πατέρα της στον οποίο θα άφηνε αιώνιο όνειδος.
Τότε εμφανίστηκε ένας όγδοος μνηστήρας και τη ζήτησε σε γάμο. Ήταν ο Τωβίας, ο γιός του ευσεβούς Τωβίτ. Ως απεσταλμένος του εμφανίστηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος επιπλέον συμβούλευσε τον Τωβία πώς να νικήσει το δαίμονα. Τού είπε μόλις παντρευτεί να μην αφήσει αχαλίνωτες τις ερωτικές του επιθυμίες, όπως είχαν κάνει όλοι οι προηγούμενοι σύζυγοι που λησμόνησαν εκείνες τις στιγμές τον Θεό, αλλά επί τρείς ημέρες και τρείς νύχτες να απόσχει από οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή.
Αυτές τις τρείς μέρες και νύχτες, μαζί με τη γυναίκα του να προσεύχονται στον Θεό. Παράλληλα τού είπε να κάνει διάφορα μάγια που θα αιχμαλώτιζαν και θα αδρανοποιούσαν το πονηρό πνεύμα. Έτσι και έγινε και αφού πέρασε και η τρίτη νύχτα με προσευχές, ο Τωβίας σώος και ασφαλής ήρθε σε επαφή σαρκική με τη Σάρρα.
Η Καθολική Εκκλησία όρισε στους πιστούς, με αυστηρές διατάξεις, να τηρούν αγνεία μιάς, δύο ή και τριών συνήθως ημερών μετά το γάμο, εις ανάμνησιν του παραδείγματος του Τωβία και της συζύγου του Σάρρας. Ορισμένες τελετουργίες του 15ου αιώνα, ιδιαίτερα της Λιέγης, της Λιμόζ και του Μπορντώ, όρισαν αυτόν τον κανόνα της παρθενίας των τριών νυκτών του γάμου, Τον 16ο αιώνα ο Κάρλο Borromeo σε μια σύνοδο στο Μιλάνο διέταξε τους ιερείς της επισκοπής του να επηρεάσουν ιδεολογικά όλα τα παντρεμένα ζευγάρια και να τούς βάλουν στο μυαλό την ιδέα των νυκτών του Τωβία. Μια περιφερειακή σύνοδος που έγινε στην Κολωνία, το 1538, ζήτησε από όλα τα νιόπαντρα ζευγάρια να ακολουθούν το παράδειγμα του Τωβία και της Σάρρας.
Αυτή η «ευσεβής αποχή» τηρήθηκε από τα νιόπαντρα ζευγάρια στη Γαλλία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, αλλά με τον καιρό, ο κλήρος έκρινε σκόπιμο να μειώσει την αυστηρότητα του κανόνα, εφόσον οι σύζυγοι εξαγοράσουν από τις εκκλησιαστικές αρχές το δικαίωμα της Πρώτης Νύχτας.
Αυτό είναι το πραγματικό Δίκαιο της Πρώτης Νύχτας (Jus Primae Noctis) κατά τον Frazer, ένα δικαίωμα το οποίο δεν εκχωρούνταν σε έναν έκλυτο φεουδάρχη, αλλά στο νόμιμο σύζυγο.
Σας ενισχυτικό επιχείρημα επικαλείται το εξής γεγονός: Οι επίσκοποι της Αμιένης ήταν συνηθισμένο να εκχωρούν τέτοια «συγχωροχάρτια» στα νιόπαντρα ζευγάρια για να πλουτίζουν. Με την πάροδο του χρόνου το ποίμνιο εξεγέρθηκε κατά των ποιμένων του και οι σύζυγοι αρνούνταν να πληρώνουν τον επίσκοπο για να τούς επιτρέψει να πλαγιάσουν με τις γυναίκες τους την πρώτη νύχτα του γάμου. Φυσικά ο Επίσκοπος αντέδρασε και η υπόθεση έφτασε στο κοινοβούλιο του Παρισιού.
Ο Δήμαρχος και οι ανώτατοι δημοτικοί σύμβουλοι που προώθησαν την υπόθεση υποστήριξαν ότι ενώ ο κοινός νόμος επιτρέπει στο σύζυγο να βρεθεί με τη γυναίκα του την πρώτη νύχτα του γάμου, εντούτοις ο Επίσκοπος, είτε ο ίδιος, είτε μέσω των υποτακτικών του, εισπράττει από τους συζύγους, άλλοτε δέκα, άλλοτε δώδεκα, κάποτε είκοσι ή και τριάντα φράγκα, για να εκχωρήσει το δικαίωμα να πλαγιάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου τους με τη νιόπαντρη γυναίκα τους. Διαφορετικά τούς επιβάλλει να απόσχουν επί τρείς συνεχείς βραδιές.
Ο Επίσκοπος αντέκρουσε τα παράπονα ισχυριζόμενος ότι είναι ένα πανάρχαιο έθιμο το οποίο ενσωματώθηκε στο κανονικό δίκαιο, ανταποκρίνεται στη λογική και έχει τη σύμφωνη γνώμη των πατέρων της Εκκλησίας. Η απόφαση βγήκε στις 19 Μαρτίου 1409 και βρίσκεται ακόμη στα Εθνικά Αρχεία του Παρισιού και επέτρεψε στους συζύγους της πόλης Abbebville να πλαγιάζουν «με τη σύζυγό τους την πρώτη μέρα του γάμου τους χωρίς την έγκριση και χωρίς καταβολή χρημάτων στον εν λόγω επίσκοπο».
*
Εντούτοις η πρακτική της αποχής για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μετά το γάμο είναι αρχαιότερη απ' τον Χριστιανισμό και τηρήθηκε από παγανιστικές φυλές που δεν είχαν καμιά σχέση με τον Ιουδαϊσμό ή τον Χριστιανισμό.
Στις Grihya-Sutras, ένα κείμενο της βεδικής φιλολογίας που χρονολογείται μεταξύ 500 και 200 π.Χ., υπάρχει ανάλογη διάταξη για αποχή τριών ημερών. Και άλλες φυλές έχουν αποχές παρόμοιες, το δε χρονικό διάστημα ποικίλλει και μπορεί να φτάνει και μερικούς μήνες.
Επομένως, καταλήγει ο Frazer, αφού το έθιμο της αποχής ορισμένου χρόνου και κυρίως τριών ημερών μετά το γάμο συναντάται σε τόση πλατειά διάδοση στον κόσμο από φυλές που δεν το έμαθαν από ιουδαίους ή χριστιανούς δάσκαλους, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι στην Ευρώπη δεν καθιερώθηκε από την Εκκλησία, αλλά απλούστατα το δανείστηκαν από τους παγανιστές, όπως εξάλλου και τόσα άλλα, και στη συνέχεια το επένδυσαν με χριστιανικό ένδυμα.
Το τελικό συμπέρασμα του Frazer είναι ότι το merchet και το Jus Primae Noctis είναι απόλυτα διαφορετικά και δεν συνδέονται μεταξύ τους, Το πρώτο ήταν το τέλος που πλήρωνε ένας δουλοπάροικος στο φεουδάρχη του για να έχει το δικαίωμα να παντρέψει την κόρη του, ενώ το Δίκαιο της Πρώτης νύχτας ήταν το δικαίωμα κάποιου να πλαγιάσει με τη γυναίκα του κατά την πρώτη νύχτα του γάμου, την δε άδεια την έπαιρνε από τον επίσκοπο ή άλλον εκπρόσωπο της εκκλησιαστικής αρχής, καταβάλλοντας ένα ποσό.
*
Δέχεται ότι το έθιμο της ανάθεσης του δικαιώματος της εκπαρθένευσης σε άνδρες άλλους από τους συζύγους είναι πολύ πλατιά απλωμένο και είναι φυσικό αυτό το γεγονός να δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά την πατρότητα του πρωτότοκου.
Όμως ούτε αυτό το έθιμο, κατά τον Frazer, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί την πραγματική ή και πιθανή εξήγηση του δίκαιου του υστερότοκου για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί το έθιμο αυτό δεν τηρείται από κανέναν λαό που εξασκεί τα υστεροτόκια και δεύτερον, γιατί ένα τέτοιο έθιμο, παρόλο που προσφέρει μια πιθανή και αποδεκτή εξήγηση γιατί προτιμάται στην κληρονομιά ο δευτερότοκος έναντι του πρωτότοκου, δεν μπορεί εντούτοις να ερμηνεύσει γιατί υπάρχει προτίμηση του πιο μικρού αδελφού έναντοι όλων των μεγαλύτερων αδελφών και αδελφάδων του, που είναι και το κύριο χαρακτηριστικό του κανόνα των υστεροτοκίων. [...]
*
Ο Μπαχόφεν και άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι το Δίκαιο της Πρώτης Νύχτας εκχωρήθηκε σε κάποιο ειδικό πρόσωπο ως ένα κατάλοιπο μιας πρωτόγονης κατάστασης ελευθερομιξίας ή «ομαδικού γάμου». Αποτελεί μεταμόρφωση του αρχέγονου κοινοτικού δικαιώματος το οποίο αφαιρέθηκε απ' την κοινότητα και μεταβιβάστηκε σ' εκείνα τα άτομα που κατά κύριο λόγο την εκπροσωπούν, όπως ο ιερέας, ο βασιλιάς ή οι ευγενείς. [...]
*
Κλείνοντας θα ήθελα να μνημονεύσω ότι ο Ηρακλείδης ο Ποντικός στο βιβλίο του «Περί Πολιτειών» αναφέρει ότι στην Κεφαλλονιά ανέλαβε την αρχή ο γιός του Προμνήσου, που κυβέρνησε τυραννικά κι επέβαλε την εκπαρθένευση από τον ίδιο των κοριτσιών προτού να παντρευτούν («τας τε κόρας προ του γαμίσκεσθαι αυτός εγίνωσκεν») ώσπου κάποιος Αντήνωρ πήρε τη θέση μιας κοπέλας, ντύθηκε γυναικεία και κρύβοντας ένα εγχειρίδιο κατάφερε να τον σκοτώσει. Ο λαός τον τίμησε, τον ανέδειξε ηγεμόνα και η κόρη που γι' αυτήν πήρε τη θέση της έγινε διάσημη.
Ο Λεκατσάς θεωρεί ότι αυτή η μνεία αποτελεί θύμηση αυτού του εθίμου και στην αρχαία Ελλάδα που απόμεινε σαν πληροφορία γι' αυτόν τον Κεφαλλονίτη βασιλιά, αλλά η άποψη αυτή νομίζω ότι είναι υπερβολική και αστήρικτη. Εξάλλου η πληροφορία του Ηρακλείδη δεν μιλάει καθόλου για έθιμο, αλλά για μια συμπεριφορά τυράννου που γι' αυτόν ακριβώς το λόγο και εξοντώθηκε.
Ανδρέας Λεντάκης, Ιερά Πορνεία (έκδ. Δωρικός, Αθήνα 1992, σσ. 329-334[5], 336, 337).