Ο όρος 'τέμπλον', προέρχεται από τη λατινική λέξη templum, η οποία σήμαινε κατ' αρχήν το πλινθίον, τη μικρή πλίνθο δηλαδή. Πρόκειται για μια λέξη που στην αρχαία ελληνική γλώσσα είχε σε πολλές περιπτώσεις την έννοια του πλαισίου.
Πλινθίον επίσης ονομαζόταν ο άβακας, η πλάκα επί της οποίας παιζόταν παιχνίδι με ψήφους (πούλια). Ακόμη, σήμαινε το πλέον κατώτερο τμήμα της βάσεως των κιόνων του ιωνικού και του κορινθιακού ρυθμού.
Πλινθίον ονομαζόταν και το κάθε ένα από τα τετράγωνα στα οποία διαιρούσαν τον ουρανό οι οιωνοσκόποι κατά τις οιωνοσκοπίες. Η έκφραση coeli temlum (στην ελληνική γλώσσα: η αψίς του ουρανού), έφτασε να σημαίνει τον τόπο και κατ' εξοχήν τον ανοιχτό χώρο, όπως είναι η ανοικτή θάλασσα, και με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε στο Λάτιο στην έννοια του ιερού χώρου, του τεμένους και ιδίως του ναού. (Παράβαλε και την αγγλική λέξη temple που σημαίνει τέμενος ή ναός).
Στη χριστιανική ναοδομία, ήδη από την παλαιοχριστιανική εποχή, απέκτησε τη σημασία του διαχωριστικού εκείνου φράγματος το οποίο διαχώριζε τον κυρίως Ναό από το Άγιο Βήμα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αντικατέστησε κατά κάποιον τρόπο το 'καταπέτασμα' της Σκηνής του Μαρτυρίου και του ναού του Σολομώντος, το οποίο διέστελε την καθεαυτό Σκηνή, 'τα Άγια', από το ιερώτερο τμήμα της, 'τα Άγια των Αγίων'.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παύλος ο Σιλεντιάριος που περιέγραψε το Ναό και το τέμπλο της Αγίας Σοφίας, ήδη από τον 6ο αιώνα, μιλάει για τους κοσμήτες του ναού εννοώντας το επιστύλιο του τέμπλου.
[...] Κατά τον 5ο αιώνα το χαμηλό φράγμα του Ιερού εμπλουτίστηκε λαμβάνοντας ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ανάπτυξη, όχι τόσο όσον αφορά στην κάτοψή του, αλλά περισσότερο στην όρθωσή του.
[...] μια ακόμη τροποποίηση ήταν αυτή της έξαρσης της μεσαίας πύλης είτε με επιπλέον όρθωσή της, είτε με τη δημιουργία προστώου. Το προστώο αυτό καλύπτονταν από ημισφαιρικό ή ημικυλινδρικό θόλο, τον επονομαζόμενο ουρανίσκο.
Τα κενά μεταξύ των κιονίσκων διέθεταν βήλα τα οποἰα άνοιγαν ή έκλειναν ανάλογα με τη φάση της Θείας Λειτουργίας.
[...]
Ενίοτε, αντί των πεσσίσκων και των κιονίσκων, χρησιμοποιούνταν ολόσωμοι κίονες και όταν, μετά τον 6ο αιώνα, το σχήματος Π φράγμα έγινε ευθύγραμμο, η λύση αυτή προτιμούνταν ιδιαίτερα. Στην ευθύγραμμη αυτή κιονοστοιχία που δημιουργήθηκε, τοποθετούνταν και πάλι γλυπτά θωράκια με αποτέλεσμα η όλη κατασκευή αυτή, να παραπέμπει άμεσα στη μορφή των δρυφ[ρ]άκτων διαστύλων, των φραγμάτων δηλαδή που χρησιμοποιούνταν ήδη από την αρχαιότητα στα βουλευτήρια.
Έτσι, ο όρος 'διάστυλα', γίνεται πλέον ταυτόσημος του όρου 'φράγμα του πρεσβυτερίου' και χρησιμοποιείται ακόμη και μέχρι τον 15ο αι. Ολίγον κατ' ολίγον επικρατεί μόνον ο λατινογενής όρος τέμπλο.
Στην πορεία της εξέλιξής του, το τέμπλο διαμορφώνεται και σε οπτικό φράγμα καθώς τοποθετούνται, ήδη από τον 14ο αιώνα αντί των βήλων, οι λεγόμενες Δεσποτικές Εικόνες, δηλαδή οι μεγάλου μεγέθους εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου, του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του αγίου στο όνομα του οποίου εορτάζει ή έχει αφιερωθεί ο ναός κλπ. Έτσι δημιουργείται και η έννοια του Εικονοστασίου που όμως, ως όρος, δεν χρησιμοποιείται με την ευρύτητα που χρησιμοποιείται ο όρος τέμπλο.
καθηγ. Πάτμου Αντύπα, Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Καθολικού της Ιεράς Μονής Πάτμου (έκδ. Ι.Μ. Πάτμου, Πάτμος 2005 (1988), σσ. 10, 13, 14, 15-16).
-----
* Το motto από κερκυραϊκή επιγραφή σε δωρική βέβαια διάλεκτο που μελετά ο καθ. Θεοδ. Παππάς, εν Θεατρικές παραστάσεις στην Αρχαία Κέρκυρα. Ίδρυση των Διονυσίων: IG IX 1 694 (έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 26, στιχ. 143 που σημαίνει: «να δημοσιευθεί αντίγραφο σε πέτρινη στήλη»).