Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

απ' το λιωμένο λείψανο ενός ζώου


Μα πότε πέρα θα φανούν ψηλά τείχη δακρύων
(και στους συκιώνες μια οσμή - το γάλα της Ελένης)
μες στην καρδιά του λιοπυριού μια νύξη καταιγίδας:
μνήμη της λήθης που γυρνά και καταργεί τη λήθη *

ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΑ

Πάνω σ' ένα ψοφίμι
(πουλί; ποντίκι;) που χώνεψε το χώμα
φυτρώσανε ζουμπούλια και τώρα ανθίζουνε
βρεμένα, σχεδόν γλοιώδη,
με τ' άρωμά τους διεγείρουν και ζωντανεύουν εντυπώσεις
παμπάλαιες μαρμαρωμένες
υγραίνοντας τα συναισθήματα
νεύρα κι αισθήσεις.

Υγρός είναι ο θάνατος· αίματα σπέρματα χυμοί
που έστω κι αν μέσ' από τη σήψη τους
τέλος βγαίνει ένα μύρο
φέρνουν απόγνωση, μνήμη των περασμένων,
πόθο για φόνο και σπορά· θυσία.

Πάνω σ' ένα ψοφίμι που πέταξε άνθη
στάθηκα και νοστάλγησα
την ομορφιά που έχουν τα γυμνωμένα κόκαλα των ζώων
στην παραλία του καλοκαιριού
ανάμεσα σε ξύλα βότσαλα και πεθαμένα φύκια
ή και κουφάρια κοχυλιών που καιν σαν τον ασβέστη.

Στη στέγνια
                   βρίσκεις γαλήνη, ερήμωση,
στους αγκαθένιους θάμνους φίδια ξερά
στο στερεμένο χείμαρρο με τ' αχαμνά του βράχια
πάνοπλη την ακρίδα
και στη νησιώτικη πλαγιά ίχνη του πετρωμένου δάσους
πάνω απ' το άγονο νερό της θάλασσας που καίγεται
κι όμως στο άγγιγμα παγώνει.

Τόποι, κρανία κούφια, σταμνιά
ζεματιστά κι εξατμισμένα εν τέλει
μέσα στη λάβρα του μεσημεριού
την τέλεια στέγνια
τέφρα γίνονται όλα
(μνήμες και πόθοι· συναισθήματα)
ό,τι διεγείρουν τα ζουμπούλια που βγήκαν κι άνθισαν εδώ
απ' το λιωμένο λείψανο ενός ζώου.

*

ΤΟ ΒΡΟΧΕΡΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

Πρασινισμένα μνήματα· μες στη ζεστή βροχή
σε γκρεμισμένους κήπους
μαρμάρινοι ερωτιδείς που αγκαλιάζουνε σταυρούς
ίσκιοι κυπαρισσιών σκαμμένο χώμα.
Γλείφουνε οι στάλες -πικρό νερό- δέντρα σκοτεινιασμένα
κι αντί για φώς
πληρώνουνε κάθε κενό με υγρή γαλήνη.

Είδα κι άλλες φορές το κοιμητήρι:
στην παγωμένη μέρα σκληρό με κρύα μάρμαρα
όαση μες στο καλοκαίρι
και το φθινόπωρο
τάφοι γαλάζιοι κάτω απ' το φώς του φεγγαριού
όμως ποτέ σαν τώρα
μια τέτοια γενετήσια πράξη
-λες κι είναι αρρώστια-
που αναδίνει ατμούς
εδώ που δεν υπάρχουνε ψυχές
μόνο χωμένα σώματα τρέφουνε τη χλωρίδα
.

Ανάμεσα σε μουσκεμένα μνήματα
βουλιάζοντας σε φρέσκους τάφους
όπου στοιβάχτηκαν στέφανα σάπια κι άλλα σκουπίδια
κι έγινε ο κόσμος μια κάμαρα συννεφιασμένη
δεν είναι εδώ το άντρο με τ' αρώματα
εκεί που θάψαν μια πνιγερή βραδιά στο βυσσινί σκοτάδι
τον Αμφίφυλο.

(Άδειο το σώμα από ψυχή
μπρούμητο μες στη λάσπη
όπου κολύμπησε ο ποντικός κι ο βάτραχος τινάχτηκε
κι ύστερα έμεινε μαρμαρωμένος
στο ανθισμένο νούφαρο
ενώ στα βάθη του νερού μεσ' απ' το τρίχωμα της πέτρας
πέρασε το χρυσόψαρο).

Μα νά, σταμάτησε η βροχή. Ανέβηκαν οι ευωδιές
-η ανοιξιάτικη αποφορά πράσινου ιδρώτα-
οι ρίζες χώθηκαν στα κόκαλα
κι ακόμα πιο βαθιά ρούφηξαν το μεδούλι
η βλάστηση αδιάφορη τεντώθηκε
σκίρτησαν τρυφερά οι άκρες των φυτών
έγειραν τ' άνθη φορτωμένα στάλες
πάνω απ' τα μάρμαρα των τάφων όπου έκρυβαν τα πρόσωπα οι λυπημένοι ερωτιδείς.
Ζέστανε ο ήλιος
                          μόλις θαμμένα
τα νέα σώματα στο χώμα
πριν τα σφραγίσει πλάκα σκιά σταυρού·
τώρα που γίνεται ακόμη να προβάλουν
και να συρθούν στα τέσσερα
παραμερίζοντας τα θάμνα
γεμάτα λάσπες και ζωύφια
σαν τρωκτικά που μόλις βγήκανε από τη γή
και αναδεύουν τα σπαρτά μες στα νωπά χωράφια.

Στρατής Πασχάλης, Μια νύχτα του Ερμαφρόδιτου (έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1989, σσ. 25-26, 31-33). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 29, η εβδόμη στροφή από το ποίημα «Η θλίψη του καλοκαιριού».

Δεν υπάρχουν σχόλια: