[…] και οι δύο αυτοί μεγάλοι ποιητές -ο Ελύτης και ο Καρούζος– ανήκουν στην παράδοση της μυστικής εμπειρίας, συνεχίζοντας μέσα στη λογοτεχνία την πνευματική γραμμή των ασκητών της ερήμου. Η ανατολική μυστική παράδοση των ασκητών της ερήμου είχε ως βάση της τον ιουδαϊσμό, από τον οποίον γεννήθηκε και ανατράφηκε το μοναστικό ιδεώδες.
Στους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους, έως και τη βυζαντινή περίοδο, το εκκοσμικευμένο είδωλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας φιλοξενούσε στην περιφέρειά του εκείνους που εξέφραζαν την ουσία της πνευματικότητας:
αναχωρητές, στυλίτες, καλόγερους, αγίους – ο μονισμός αντιστεκόταν με το δικό του τρόπο στην εξουσία του επίσημου δόγματος.
*
Ο Ευάγριος Ποντικός (της κατηχητικής σχολής της Αλεξανδρείας – 4ος αιώνας μ.Χ.) ήταν ο αναχωρητής που κωδικοποίησε τη διδασκαλία για την «καθαρή προσευχή». Διανοούμενος ο ίδιος, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό (την αντίληψη για τη φυσική θεότητα της ανθρώπινης διάνοιας), παρουσίασε την προσευχή ως μια «αποσάρκωση του νού», μια απελευθέρωση από όλα τα υλικά στοιχεία, για να τελεστεί η είσοδος μέσα στο θείο νού -μέσα στην «καθαρή ενέργεια».
Η μαρτυρία του Ευαγρίου για την «νοερή» προσευχή -την κατάργηση κάθε υλικότητας, ακόμη και της υλικότητας της σκέψης– καταργούσε και τον ίδιο τον υλικό κόσμο, κάθε αισθητή πραγματικότητα, για να σημανθεί το Πλατωνικό μοντέλο: ο κόσμος των ιδεών ως πρωταρχική ουσία των όντων – οι νοητές πραγματικότητες στην αντιστοιχία τους με την Ιδέα της θεότητας. (Είναι φανερή η συγγένεια με τον ινδουιστικό διαλογισμό).
*
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, συνεχιστής της μυστικής παράδοσης των ασκητών της ερήμου, αντιπαρέθεσε στον Ευάγριο μια ανθρωπολογία: «Να φέρεις το νού στην καρδιά». Είναι η περιγραφή μιας κατεξοχήν σωματικής εμπειρίας: η προσευχή, μέσω της οποίας το θείο αποχτά σάρκα και οστά, υλοποιώντας τον εαυτό του εντός του ανθρώπου.
Για τον Μακάριο η ύλη δεν αποτελούσε εμπόδιο· ήταν απλώς ο τόπος της υπαρκτικότητας, εκεί όπου ο άνθρωπος συνδιαλεγόμενος με τα πάθη του μπορούσε να φέρει το άφθαρτο (της πνευματικής ζωής) μέσα στο φθαρτό (της σαρκικής συνείδησης). Έτσι δεν θεωρούσε αναγκαία την κατάργηση του σώματος (και άρα την καθαρή ενέργεια του νού) αλλά την αποδοχή της Ολότητας του ανθρώπου -σώμα και πνεύμα-, διά του οποίου ο προσευχόμενος καλείται να πραγματώσει τον πνευματικό του ρόλο εντός του κόσμου.
Η μυστική του Μακαρίου (συγγενής της Στωικής διδασκαλίας: «ο άνθρωπος είναι αδιαίρετο ον και ως ενιαίο ον έρχεται σε επικοινωνία με το Θείο», στον αντίποδα του πλατωνικού διανοητισμού του Ευαγρίου, θέτει ως κέντρο της προσευχής το στήθος. Η καρδιά γίνεται το σημείο όπου ο ιστορικός Ιησούς ξαναγεννιέται για να μυστηριεύσει την Αγάπη, την ολοκληρωμένη πραγμάτωση της χάρης μέσω του βαπτίσματος.
Έτσι, στην ένωση με το Καθόλου διαμεσολαβεί ο Υιός με την «πραγματικότητα» της αγάπης του -με τη σάρκα και το αίμα του- για να κινητοποιήσει κάθε προσευχόμενο στην δική του ιστορική αυτοπραγμάτωση. (Η φράση του Χριστού, «Δι' εμού εις τον Πατέρα», μεταφέρει ακριβώς τη διάσταση του πραγματικού σε σχέση με το πνευματικό, την ιστορία ως κορμό κάθε θρησκευτικής ενασχόλησης, την ίδια την ύλη ως στοιχείο μέθεξης). [2001]
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Νίκος Καρούζος. Συναντήθηκα με το θαύμα σαν φίλος (έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2020, σσ. 48-51).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου