πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται,
και έσται τα σκολιά εις ευθείαν και αι τραχείαι εις οδούς λείας,
και όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού
(Ησαΐας και Λουκ. γ΄5-6) *
και έσται τα σκολιά εις ευθείαν και αι τραχείαι εις οδούς λείας,
και όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού
(Ησαΐας και Λουκ. γ΄5-6) *
Οδός καλή και ένδοξη είναι ο βίος της αρετής μέσα στον οποίο, σαν μέσα σε δρόμο, ο Λόγος πραγματοποιεί στον καθένα την πορεία της σωτηρίας, ενοικώντας και περιπατώντας με την πίστη σύμφωνα με τους διαφόρους θεσμούς και τα διάφορα δόγματα της αρετής και της γνώσεως. Τρίβοι, δηλαδή μονοπάτια του Λόγου, είναι οι διάφοροι τρόποι των αρετών, δηλαδή οι σύμφωνες με τον Θεό πράξεις μας.
Τα μονοπάτια αυτά τα βαδίζουν ίσια όσοι δεν φροντίζουν να ασκήσουν την αρετή ή να ασχοληθούν με την μελέτη των θείων λόγων ούτε για δόξα ούτε για υποκρυπτόμενη πλεονεξία ούτε για χάρη κολακείας και ανθρωπαρέσκειας και επιδείξεως, αλλά κάνουν τα πάντα και λένε και σκέφτονται για τον Θεό.
Γιατί σε δρόμους όχι ίσιους, από τη φύση του δεν αρέσκεται να βαδίζη ο Λόγος, ακόμη και αν βρή σε κάποιους έτοιμη την πορεία. Εννοώ το εξής: Νηστεύει κάποιος και απέχει από τη δίαιτα που εξάπτει τα πάθη και κάνει όλα τα άλλα όσα μπορούν να συμβάλλουν στην απαλλαγή από την κακία· αυτός ετοίμασε την οδό.
Όποιος όμως ασκήσει τους τρόπους αυτούς από κενοδοξία ή πλεονεξία ή κολακεία ή ανθρωπαρέσκεια ή για κάποια άλλη αιτία, εκτός από τη θεία ευαρέστηση, αυτός δεν βάδισε ίσια τους δρόμους του Θεού, και ενώ έχει υπομείνη τον κόπο της ετοιμασίας της οδού δεν είχε όμως τον Θεό να περπατά στους δρόμους του. Οδός λοιπόν είναι η αρετή και ίσιος δρόμος είναι ο ορθός και άδολος τρόπος της αρετής.
*
[...] ο Άγιος Μάξιμος ως φαράγγι θεωρεί τη σάρκα του καθενός που χαραδρώθηκε τελείως από το πληθωρικό ρεύμα των παθών και διακόπηκε η πνευματική συνέχεια και συνάφειά της με την ψυχήν ως προς το νόμο του Θεού που τίς συνέδεσε.
Είναι όμως δυνατόν και η ψυχή να θεωρηθή ως φαράγγι που βαθούλωσε από την βαριά χειμωνιά της άγνοιας και με την κακία έχασε την ομορφιά της καλής πνευματικής ομαλότητος. Κάθε φαράγγι λοιπόν, κάθε σάρκα και ψυχή όσων ετοίμασαν την οδόν Κυρίου και βάδισαν ίσια στους δρόμους του, θα γεμίση με την αποβολή των παθών που προκαλούν σαν φαράγγια την ανωμαλία σ' αυτές και με την επαναφορά των αρετών αποκτώντας την φυσική του επιφάνεια εξομαλισμένη από το Πνεύμα.
Όρος είναι κάθε ύψωμα που υψώνεται εναντίον της γνώσεως του Θεού, ενώ βουνός είναι κάθε κακία που επαναστατεί κατά της αρετής. Αν λοιπόν όρη είναι τα πνεύματα που προκαλούν την αγνωσία και βουνά όσα προκαλούν την κακία, είναι ολοφάνερο ότι κάθε φαράγγι, δηλαδή σάρκα ή ψυχή εκείνων που, όπως είπα, ετοίμασαν την οδόν του Κυρίου και βάδισαν ίσια τους δρόμους του με την παρούσια του θειού Λόγου που περπατούσε σ' αυτούς με την εκτέλεση των εντολών, όταν γεμίση από γνώση και αρετή, όλα τα πνεύματα της ψευδωνύμου γνώσεως και κακίας ταπεινώνονται καθώς τα πατεί και τα υποτάσσει ο Λόγος και καταβάλλει το πονηρό κράτος που ξεσηκώνεται κατά της ανθρωπίνης φύσεως, κατασκάπτοντας κατά κάποιο τρόπο το μέγεθος και το ύψος των ορέων και των βουνών και οδηγώντας στην αναπλήρωση των φαραγγιών.
Στόχος του ανθρώπου είναι το «αναλύσαι και συν Θεώ είναι».
Η λεγομένη σωτήρια δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απαλλαγή
της ανθρωπίνης φύσεως από την φθορά που η κτιστότης της δημιουργεί
και από την επαναφορά εις το μη είναι.
Από το «μη είναι» στο «είναι» ο Θεός έφερε τον άνθρωπο χωρίς να τον ρωτήση.
Από το «είναι» όμως στο «ευ είναι» ζητά την συνεργασία του ανθρώπου.**
Η λεγομένη σωτήρια δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απαλλαγή
της ανθρωπίνης φύσεως από την φθορά που η κτιστότης της δημιουργεί
και από την επαναφορά εις το μη είναι.
Από το «μη είναι» στο «είναι» ο Θεός έφερε τον άνθρωπο χωρίς να τον ρωτήση.
Από το «είναι» όμως στο «ευ είναι» ζητά την συνεργασία του ανθρώπου.**
αρχιμ. Μάξιμος Κυρίτσης καθ. Ι. Μονής Αγ. Διονυσίου του εν Ολύμπω, εν Ελθέτω η Βασιλεία σου. Η Ορθοδοξία μέσα στον κόσμο (έκδ. Ορθ. Πνευμ. Κέντρο Αγ. Γεωγρίου Μακρή, Λάρνακα 1993, σσ. 42-43, 43-44). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 42). Ομοίως και η κατακλείδα (ό.π., σσ. 47-48).