[...] αυτός ο ίδιος ο ψυχισμός να τέμνεται καθέτως ούτως ώστε η μία πλευρά του να είναι άξια αποδοχής και να ονομάζεται ανθρώπινη, ενώ η άλλη πλευρά του να απορρίπτεται και να ονομάζεται «απάνθρωπη»;
Θα αναπτύξω εν συντομία το εξής:
Μαζί με την απόρριψη και καταδίκη της μίας πλευράς του ανθρώπου, αποδόθηκε στον άνθρωπο και η πλευρά του θείου, της θεϊκής διάστασης, και αυτό συνέβη κυρίως ξεκινώντας από τη θέση ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Εκείνου. Η θέση αυτή, του ανθρώπου ως δημιουργήματος κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού και συνεπώς ως κατόχου μίας θεϊκής διάστασης, έρχεται να συνδράμει την απόρριψη της άλλης πλευράς, της μη θεϊκής, της απάνθρωπης, έρχεται να τη συγκαλύψει και να δημιουργήσει μία εικόνα όπου ο άνθρωπος είναι κατά βάσιν καλός και εκ φύσεως φορέας εκείνου του στοιχείου που τον καθιστά μέτοχο του θείου, οπότε έτσι το θεϊκό και το ανθρώπινο συνενώνονται και ισχυροποιούνται πλάθοντας το θεανθρώπινο, και αντιπαρατάσσονται στο μη ανθρώπινο, στο απάνθρωπο.
Έχω να πώ συνοπτικώς τούτο: αν υποθέσουμε ότι όντως υπάρχει στον άνθρωπο το θεϊκό στοιχείο, αυτό, πιστεύω, δεν είναι ίδιον γενικώς της ανθρώπινης φύσης αλλά κάποιων ολιγάριθμων εξαιρέσεων και μόνο, και εδώ, το στοιχείο αυτό ταυτίζεται, για μένα, στην καλλιτεχνική πλευρά του ανθρώπου, η οποία δεν απαντάται στο σύνολο των ανθρώπων αλλά σε ελάχιστους, και περιορίζεται στην περίπτωση των υψηλών καλλιτεχνικών επιτευγμάτων, τα οποία είναι και αυτά μετρημένα στα δάχτυλα.
Η θεϊκή πλευρά του ανθρώπου, αν υπάρχει, δεν είναι, λοιπόν, άλλη από την καλλιτεχνική, εκείνην που δημιουργεί έργα τέχνης, η ποιητική πλευρά, και σ' αυτήν περιλαμβάνω και τα έργα του στοχασμού, και πάντα εκείνα που αποτελούν κορυφώσεις της ανθρώπινης διανοίας.
Έτσι, υπαρκτή μεν η θεϊκή πλευρά του ανθρώπου αλλά άκρως περιορισμένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμφανίζεται και ανήκει αποκλειστικά σε επώνυμα πρόσωπα, μπορεί να ενυπάρχει και σε περιπτώσεις άγνωστες, αφανείς, που ίσως δεν δίνουν ποτέ, γιατί δεν έχουν την ευκαιρία να δώσουν, δείγματα αυτής της πλευράς και έτσι χάνονται στην τρέχουσα ανωνυμία, αποδεικνύοντας όμως μ' αυτόν τον τρόπο και την κάθε άλλο παρά γενική και την ούτως ή άλλως ενυπάρχουσα σε κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως πλευρά του θεϊκού / καλλιτεχνικού δώρου.
Με την έννοια αυτή, είναι μόνο κατ' εξαίρεσιν γνώρισμα του ανθρώπου το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού, κι εδώ να επιμείνουμε στην επισήμανση ότι, του Θεού μη όντος αλλά πλατυσμένου ποικιλοτρόπως από τον άνθρωπο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του ανθρώπου, Θεός δεν μπορεί να είναι παρά μόνον η ίδια η Τέχνη στην πιο υψηλή και στοχαστική της διάσταση, ο Θεός δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνον ως Ποίηση.
Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι ένα ον που εκπροσωπείται από ελάχιστους ως φορέας του Θεού με την έννοια της υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Οι πολλοί είναι άμοιροι αυτού του στοιχείου, και οι περισσότεροι απ' αυτούς είτε είναι εντελώς αδαείς τού εν λόγω στοιχείου είτε ευθαρσώς εχθρικοί, θεωρώντας το ένδειξη παρακμής, εκφυλισμού, διαστροφής·
αντιθέτως, όχι μόνον οι πολλοί αλλά άπαντες χωρίς καμία εξαίρεση είναι φορείς του άλλου στοιχείου, του απορριγμένου και καταδικασμένου, εκείνου που τού αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του «απάνθρωπου» και που, ως εκ τούτου, όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση, όχι μόνο δεν είναι ίδιον μιας μειοψηφίας, αλλά αποτελεί απεναντίας και τη βασική, θεμελιώδη, αναφαίρετη, την εκ γενετής συνιστώσα της ανθρώπινης φύσης, εκείνη τη συνιστώσα η οποία δεν λείπει από κανένα ανθρώπινο ον και που, με την παραγνώρισή της, με την υποτίμησή της και εντέλει με την αγνόησή της, συμβάλλει στην ατελή κατανόηση του ανθρώπου.
Αυτές, λοιπόν, οι δύο διαστάσεις της ανθρώπινης φύσης, εκείνη που θεωρήθηκε έμφυτη και γενικώς ισχύουσα συνιστώσα του ανθρώπου, ενώ δεν είναι παρά κατ' εξαίρεσιν, δηλαδή η θεϊκή, και εκείνη που, ενώ δεν είναι παρά έμφυτη και γενικώς ισχύουσα αλλά απορρίφθηκε και καταδικάστηκε ανέκαθεν ως μη υπάρχουσα, δηλαδή η απάνθρωπη, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ως αυτό που πράγματι είναι, προκειμένου ο άνθρωπος να βρεί την πλήρη και αληθινή εικόνα του, πέρα από οποιαδήποτε εξιδανίκευση και ωραιοποίησή του οι οποίες συγκαλύπτουν, από φόβο, από δειλία, από ντροπή, την αληθινή φύση του και τον κάνουν να εξακολουθεί να δρά σύμφωνα με το απάνθρωπο, μια και δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να το αποφύγει, αλλά και συγχρόνως να το αρνείται σαν να μην ανήκει αυτό στην ίδια του τη φύση, αποβάλλοντάς το από αυτήν ως ξένο προς αυτήν, ως ανήκον σε άλλο είδος, ως μη ανήκον σ' αυτόν τον ίδιο, ενώ από την άλλη διεκδικεί ως δικό του και μάλιστα σε βαθμό απόλυτο, προφανή και αυτονόητο, το άλλο, το θείο, το οποίο αποτελεί ένα ελάχιστο και κατ' εξαίρεσιν τμήμα της σύστασής του και που εκφράζεται μόνον από εκείνους, τους ολίγιστους, οι οποίοι το διαθέτουν και το ενεργοποιούν, χωρίς το τμήμα αυτό να αποτελεί κλήρο και κτήμα του συνόλου των ανθρώπων. [...].
Το Τραγικό συνίσταται, κατά την γνώμη μου, στην απόρριψη
από τον άνθρωπο της ίδιας του της πραγματικότητας [...] *
από τον άνθρωπο της ίδιας του της πραγματικότητας [...] *
Δημήτρης Δημητριάδης, Το απρόσβατο (έκδ. Alloglotta, Αθήνα 2013, σσ. 18-22). -Η κατακλείδα εκ του ιδίου (ό.π., σ. 23).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου