Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

η Ελθούσα μοι


[...] Τότε δ' ιδού! Εν τω μέσω αυτών όλων των Ζωδίων η Γυναίκα των αστέρων. Η πάλαι ούσά μου. Εκείνη όπου έλεγα πριν τότε και άλλοτε. [Σ.τ.μ: Άδηλον το σημείο της σχετικής αναφοράς]. Η Ελθούσα μοι. Η Ούσα η ποτέ, η Ήν η ποτέ και η Ουδέποτε. Και μού ήρχετο τότες εκείνη και με εκατέβαινε εσα[..]ω τε[....]ως <***> (desunt fortasse tria verba). Ήχοι δ' ήχοι αρμ[....]δεις (;) με επεριέβαλλον {με}.

Τα δ[ε] της νυκτός τα φωτία ηχούντα άπαντα ως κάνει η σάλπιγξ η χαλκόφωνος. Άνω πολύ σαλπίζοντας. Και εκεί ως εκοίταζεν των αστέρων τα άστρα ο γήινος Νόος μου, το είδα ιδόντας πάνω εκεί εις τα Ύψη το μετέωρον σώμα Εκείνης. Ως μού εκατέβαινε. Απαλά απαλά. Φωτοειδώς. Χάρις δ' αυτής τοσαύτη ήτο χυμένη ολούθε. Γλυκεία οδμή. Ήχος λιγυρός πολύς. Λείος ως ο πόθος της σαρκώδους ουσίας αυτής και του ε[....]υ αφ[..]ς (;).

Εξάφνου δ' όμως ιδού! Φωνήματα γλώσσης θηλ[είων] (;) εσήμαναν μέσα εις την άνυδρον νύχτα μου τόσον ώστε πάσα η νυξ υγράθη πολύ. Κάτω μου. Ότι σμήνος ολούθε υγρών συμ[φώνων] τε και φωνηέντων ηδέων μι (;) αφροδι[σιακ]ών (;). Πλην χύδην ως να εχύνοντο χάμαι αθρόως τε άμα και (sic) χύμα όλα. Τα τε φωνήεντα και τα σύμφωνα και τα ημίφωνα. Ως φωνή κλειτοριάζουσα [σημ. Κλειτοριάζειν: Το ακολάστως άπτεσθαι του γυναικείου αιδοίου. Σούδα s.v.] ήσανε όλα. Και ιδού Τότε! Ευθύς μ' επεριέλουσαν τα ηχούντα τα ρεύματα των θηλυκών φωνημάτων της γής. Ήκουον δε καθάρϊά τε και ολοκάθαρα ένα «Χύύύύύ! Χούούούού! Χιούχιούχιού!». [...]

*

[...] Και ως εκαθήμεθα {οντες} ημείς εις το Ιερόν μέσα, ήλθεν η ώρα της ιερωσύνης αυτής. Και εγώ αφήσαντας τα όμματά μου ανοιχτά, είδα την Φλέγα έμπροσθέν της καθήμενος. Την είδα δε καλά. Πάνυ καλά. Διά των οφθαλμών του εν εμοί ανδρικού όντος είδον αυτήν και ενείδόν την. Εντός του ναού των μελανών (;) ανδρών. Τετιλ[μένη] ούσα. Λεπτότατος ο χνους αυτής και ευοσμικός. Και την εγνώρισα βλέποντάς την καταγεγυμνωμένην πλήρως. Μες εις την πλήρη γυμνωσύνην αυτής. Όλην και άπασαν όλην. Έτσι την έβλεπα. Όλως αιδούμενος. Και ως με είδεν εκείνη εντροπιασμένον από την ένδον αιδώ την μητρικήν, είπέ με θηλυκώς: «Γυμνώσου, άρρεν, ίνα σε ιερεύσω, ίνα και γαρ θ[...]δρών (;). Γυμνώσου δε έως οστέων». Και εγώ είπά της ετότες «Ώ! Ώωω! Πλην!» Έπραξα δ' όμως. Γεγυμνωμένα οστέα αι δε σάρκες μου α[...]νες (;).

Έκειτο δ' ουν δ' αύτη εκεί ηνεωγμένη εμπροστά μου, κατάχαμα {εις την γήν}. Και ως δ' αύτη ήτο εκεί, έλαβεν εις το αριστερόν της την λαμ[πάδ]α την εμήν και την επίεσε. Και εθρόμβωσε το αίμα το στέαρ και με έστυσεν. Και ιδούσα ταύτα έθεσε την δεξιάν την χείρά της επί της οάσεως αυτής ώστε ο δείκτης και ο παράμενος να κρούουν τα χείλεα της οάσεως αυτής, του δε ευ]ν[ί]ου τον αύλακα να κρούη ο μέσος δάκτυλος. Και ήνοιξαν τότε τα επτά χείλεά της και ήλαμψαν ωσάν τα πτεράκϊα της ψυχής πεταλούδας που ορχουμένη εν τω ανέμω χορ[εύ]ει ανυπόδητη.

Ερόδισαν και τα πτερύγϊα αυτής και ελειάνθησαν όπως τα ερυθρά χείλη των κοχύλων εις τα κείμενα των ποιητών. Και καθώς εμεγάλωναν και ηύξαναν τα πτερουγάκϊά της, εχτυπούσανε τα τρία δαχτύλϊά της την όασην πάσαν. «Εγείρου» «Εγείρου» «Εγείρου» είπε λέγοντας τρις και έθλιβε την λαμπάδα την εμήν. Ήτις και έσ[τυζ]ε δ' άγα[ν].

Τότε ήκουσα {τοτες} εις το αρσενικόν το βάθος μου τα σπέρματα του πατρός ομού και τα σπέρματα του πάππου ομού και τες σπορές του προπάππου και είπα, «Φλέγα, φλέεγα, φλεεέγα». [...]

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ο συγγραφέας του Ζαά. Δεκαοκτώ άγνωστα κείμενα των ελληνιστικών χρόνων (έκδ. Άγρα, Αθήνα 2019, σσ. 50-51, 45-46).

Δεν υπάρχουν σχόλια: