Οι ζηλωτικοί κύκλοι δεν μπορούσαν ποτέ να φαντασθούν, και ασφαλώς ν' αποδεχθούν, τη διάκριση που έκανε ο Ιησούς μεταξύ πολιτικής εξουσίας και «εξουσίας» του Θεού, και ότι η εγκαθίδρυση της «Βασιλείας του Θεού» στον κόσμο είναι άλλης φύσεως και δεν συνεπάγεται τις κοινές κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες και επαναστατικές δραστηριότητες.
Για τον Ιησού, η Βασιλεία του Θεού ήταν γεγονός ιστορικό αλλά όχι κοσμικό. Ήταν θέμα εσωτερικών πνευματικών διεργασιών με τις ανάλογες ιστορικές και κοινωνικές προεκτάσεις αλλά όχι όπως τις κατανοούσαν οι «ζηλωτές».
Η κρατική εξουσία και δύναμη δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτό που λέμε μετάνοια και εσωτερικό αγιασμό. Η εφαρμογή ή μη εφαρμογή των νόμων μιας πολιτείας ανήκει στις υποθέσεις του Καίσαρα, η αγάπη όμως και ο αγιασμός ανήκουν στην ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου και είναι έκφραση του πνεύματος της Βασιλείας του Θεού. Μετάνοια και ζηλωτισμός είναι έννοιες ασυμβίβαστες.
*
Ο Ιώσηπος [...] κάνει σαφή αναφορά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και σε μερικά βασικά γεγονότα του έργου και της ιστορίας του. Γράφει, λοιπόν, συγκεκριμένα: «Γίνεται δε κατά τούτον τον χρόνον Ιησούς, σοφός ανήρ, εί γ' άνδρα αυτόν λέγων χρή. Ήν γαρ παραδόξων έργων ποιητής, διδάσκαλος ανθρώπων των ηδονή τ' αληθή δεδομένων· και πολλούς μεν Ιουδαίους πολλούς δε και του Ελληνικού υπηγάγετο. Ο Χριστός ούτος ήν. Και αυτόν ενδείξει των πρώτων ανδρών παρ' ημίν σταυρώ επιτετιμηκότος Πιλάτου, ουκ επαύσατο οι το πρώτον αυτόν αγαπήσαντες· εφάνη γαρ αυτοίς τρίτην έχων ημέραν πάλιν ζών, των θείων προφητών ταύτά τε και άλλα μύρια θαυμάσια περί αυτού ειρηκότων. Εισέτι τε νυν επέλιπε το φύλον» (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 18, 63-64).
*
[...] ο Ιησούς κατηγορήθηκε ότι ήταν ένας Ιουδαίος διδάσκαλος της αποστασίας και ότι συνεργαζόταν με τις δαιμονικές δυνάμεις για να οδηγήσει τελικά και το λαό στις δικές του πλάνες (Ιωάν. 7, 12). Οι επίσημες κατηγορίες για την καταδίκη του Ιησού αναφέρονταν ιδιαίτερα και σ' αυτό το σημείο της διενέργειας θαυμάτων με τη βοήθεια, κατά την αντίληψή τους, των σατανικών δυνάμεων (βλ. Ιωάν. 11, 47 εξ.). Αν και οι πληροφορίες αυτές για τη στάση των αντιπάλων έναντι των θαυματουργικών ενεργειών του Ιησού προέρχονται από τα Ευαγγέλια, υπάρχουν πολλοί μελετητές που προσκομίζουν επιχειρήματα και από αυτή την ίδια την ιουδαϊκή παράδοση. Και οι μαρτυρίες αυτές θεωρούνται, αναμφισβήτητα, ότι εκπροσωπούν, το γενικότερο ιουδαϊκό πνεύμα της εποχής εκείνης.
Μία από τις αρχαιότερες πληροφορίες αυτού του είδους είναι και εκείνη που αποδίδεται στο Ραββί Ελιάζαρ, ο οποίος περί το 95 μ.Χ. ερμήνευε τις θαυματουργικές ενέργειες του Ιησού ως αποτέλεσμα κάποιας μύησής του στην τέχνη της μαγείας. Αυτή η αντίληψη στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι όχι μόνο ο Ιησούς αλλά και πολλοί από τους μαθητές του διενεργούσαν τέτοιες θαυματουργικές δυνάμεις κατά τις περιοδείες τους, και μάλιστα αυτοί οι δεύτεροι μόνο με μια απλή χρήση του ονόματος του διδασκάλου τους Ιησού. Κατά την περίοδο 95-110 μ.Χ. είχε καλλιεργηθεί κατάλληλα μέσα στον ιουδαϊκό κόσμο η αντίληψη, ότι ο Ιησούς με τις «μαγικές» αυτές πράξεις του ουσιαστικά «παραπλανούσε και διέφθειρε τον Ισραήλ».
Ο Απολογητής και φιλόσοφος Ιουστίνος, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι οι επικρίσεις αυτές κατά του προσώπου και του έργου του Ιησού Χριστού είχαν αφετηρία τους πολύ παλαιότερη εποχή και προέρχονταν από τις αντίστοιχες κατηγορίες των μελών του Μεγάλου Συνεδρίου της περιόδου της μεγάλης έντασης των ετών 32-22 μ.Χ., που οδήγησαν στα τραγικά γεγονότα των Παθών και του Σταυρού (Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα, 69,7· 108,2 κ.α.).
Γεώργιος Πατρώνος, Η ιστορική πορεία του Ιησού από τη φάτνη ώς το κενό τάφο (έκδ. Δόμος, Αθήνα 1991, σσ. 31, 52, 398-399).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου