[...] εσύ γράφοντας έχεις συναίσθηση του υπάρχειν. Όπως ένα ποτάμι, μπαίνεις ο ίδιος μέσα στη ροή. Είναι ένα ρεύμα ζωής πέρα από λογική και θέληση. Και καταλαβαίνοντας πόσο απαραίτητο σού είναι το γράψιμο, όσο κι αν εξεγείρεσαι, κι αν θέλεις να αφορίσεις τα πάντα, βλέπεις ότι είναι σαν να μην είπες τίποτα.
Δεν δίνεται η αξία των πραγμάτων. Το βλέπεις και στη ζωγραφική. Η με θρησκευτική διάθεση ζωγραφική, όχι κατ' ανάγκην η αγιογραφία, έχει άλλη σημασία από τα διάφορα καμώματα που μαθαίνονται στο εξωτερικό. Μα και οι αγιογραφίες ήταν πράγματα ζωντανά, δοκιμαστήρια της πίστης. Κόπηκε η παράδοση η καλλιτεχνική της αγιογραφίας μετά την τουρκοκρατία, και επικράτησαν οι στείρες αντιγραφές.
Η γνήσια καλλιτεχνική διάθεση είναι πράγμα σπάνιο και τυραννικό και απαιτεί πνευματική καλλιέργεια. Πρέπει να δοκιμάζεται το καθετί πάνω σ' αυτό που λέγεται τέχνη για να είναι αληθινό. Λογάριασε τί θέση παίρνει η τηλεοπτική εικόνα και η φωτογραφία. Μένει στο μυαλό, ανεξάρτητα αν δεν δίνει την βαθύτερη ουσία, την αξία του πράγματος. Διαρθρωνόταν διαφορετικά η ψυχή του ανθρώπου. Τα γεγονότα γράφονταν ή απαγγέλλονταν. Στα χωριά μέχρι τον πόλεμο τού 1940 έβγαινε τραγούδι για ένα συμβάν. Άλλαξε η θέση του πολύτιμου, γι' αυτό δεν το προσέχουν και το αποφεύγουν.
*
Στα χρόνια μας τεμαχίζεται η ιδέα, η αντίληψη περί αμαρτίας. Και πρέπει πολύ να παλέψουμε σ' αυτό που βλέπουμε, που υποχρεωνόμαστε να κάνουμε, να ζούμε. Όλα αφορούν το είναι τού ανθρώπου. Ένα πλήθος από αγωνίες και οι απαντήσεις φτωχές. Ο ίδιος ο χρόνος, χωρίς φτιασίδια, μάς χτυπά κατακέφαλα. Δεν μπορούμε να πράξουμε τίποτα αν δεν έχουμε την περιπέτεια στα κόκαλά μας, γιατί χάσαμε την επιρροή που είχαμε στα πράγματα.
Είναι ο θάνατος τού ανθρώπου που ζούμε, με το ανικανοποίητο, τις απαιτήσεις, το δήθεν ιδανικό. Δεν υπάρχουν πλέον προφάσεις. Η εξυπνάδα μολύνει, των λόγων η δεξιοτεχνία μιαίνει.
Σήμερα πιστεύουμε και νιώθουμε πως οι νεκροί σιωπούν, και θα σιωπούν πάντα, ό,τι κι αν λέμε γι' αυτούς, με όποιο τρόπο κι αν τούς μεταχειριζόμαστε. Όμως αν κάποια στιγμή αισθανθούμε πως οι νεκροί μπορούν να μπούν ξαφνικά μέσα στη ζωή μας και να παρουσιαστούν μπροστά μας ως ίσοι προς ίσους, τότε ποιά γλώσσα να μιλήσουμε;
Να ξεκλειδώνεις, να λύνεις τον εαυτό σου ώσπου να χυθεί ολάκερος στο χαρτί. [...]
Είναι σκληρές οι λέξεις που αποσπάς απ' την καρδιά σου. Αντιστέκονται και σε απωθούν. Τα κείμενα έχουν τη δική τους ζωή, πιο μοναχική από κάθε άλλη, πρέπει κι αυτά να περάσουν τις δικές τους περιπέτειες, τις δοκιμασίες και τους λιθοβολισμούς μέχρι να πάρουν τη θέση τους. Πάψε να βαρυγκομάς και να σεκλετίζεσαι ότι το γράψιμο είναι μαρτύριο χωρίς ανταπόκριση που σε βυθίζει ολοένα πιο βαθιά στη ματαιότητα. Η ανταπόκριση δεν έχει σημασία. Είναι ένα δώρο μέσα στην πνιγηρότητα του κόσμου, τη στέγνια του, να εκφράζεσαι γράφοντας, να αποκαθαίρεσαι. [...]
Γράφεις για τον εαυτό σου. Το αν θα ωφεληθούν άλλοι δεν σε αφορά. Κάθε πραγματικός αναγνώστης έχει την ιδιαιτερότητά του. Διαβάζοντας θέλει να αναγνώσει τον εαυτό του, να ανακαλύψει στα βιβλία τους φακούς μέσω των οποίων θα διακρίνει πράγματα που δύσκολα θα μπορούσε να ξεχωρίσει και να αντιληφθεί από μόνος του. Τότε το βιβλίο μπορεί να αποκαλύψει αλήθειες πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα του, επιβεβαιώνοντας την πολυπλοκότητα της λειτουργίας που ονομάζουμε γραφή, στην οποία συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος.
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Ο πιο σύντομος δρόμος (έκδ. Αθ. Αλιντζή, Θεσσαλονίκη 2022, σσ. 132-133, 59-60, 60-61, 61).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου