Το πλήθος των οχημάτων δεν επιτρέπει να λευτερωθεί η ψυχή στο θαλασσινό αεράκι. Όμως η μνήμη έχει τον δικό της λόγο. Το έδαφος όπου πατάς βρίσκεται κάτω απ' τον συνωστισμό της επιφάνειας. Είναι το κοκκινόχωμα της Θεσσαλονίκης, που δεν το θερμαίνουν τα συμβάντα της καθημερινής ζωής, τα γεγονότα που εξανεμίζονται. Το πόδια σου κινούνται στο παρόν, μα ο τόπος της καρδιάς παραμένει ανεξιχνίαστος. [...]
Δεν είναι μόνο οι δρόμοι και οι ημερομηνίες, τα απομεινάρια της ανθρώπινης παρουσίας. Το αίσθημα που αναδίνει η πόλις βαθύ, σε κάνει να νιώθεις το ανθρώπινο σώμα.
Βαδίζεις στα ανάκτορα του Γαλερίου, στην αρχαία αγορά, και είσαι αυτός που περπάτησε και πριν από αιώνες. Στα πλακόστρωτα δάπεδα των μνημείων βαδίζεις. Καταλαβαίνεις τη σημασία της περιφοράς, τι σημαίνει να αποχαιρετάς τους τύπους που έζησες, να λύνονται οι παλαιοί δεσμοί.
[...]
Οι προσφορές των ζωντανών είναι μια μεγάλη λαμπάδα που την κρατά η ψυχή και φωτίζει το πέρασμά της από τον Άδη.
*«Οι άγιοι αγίασαν για να τεμαχίζονται».*
Δεν έχεις κοινωνική δράση, μήτε κάποιου είδους συμμετοχή στα κοινά. Μιλάς μέσα από λόγια άλλων, από άλλων μάτια βλέπεις και θωρείς. Θωρείς την Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του Καμενιάτη, ωσάν να ανασταίνονται οι στιγμές του παρελθόντος και να αποζητούν τα δικαιώματά τους στο παρόν. Στα γραφόμενά σου απεικονίζονται οι εσωτερικές δοκιμασίες, η προσπάθειά σου να πειστείς ότι υπάρχει αυθεντική ζωή, ζωή που συνδέεται με την αιωνιότητα, και δεν είναι όλα μάταια και φευγαλέα. Εξωτερικά όμως δεν δείχνεσαι, διατηρείς την ηρεμία σου, εύθυμα γελάς και ζείς όπως ζούν, όλοι, αλλά κατά καιρούς δεν αισθάνεσαι τη γή κάτω από τα πόδια σου, σαν να ίπτασαι μέσα στο κενό που ονομάζουμε χρόνο, κολυμπώντας προς άγνωστη ακτή.
Στην οδό Ερμού, στον δρόμο αυτόν της αγοράς και του εμπορίου, βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας, την οποία πολλοί ταυτίζουν με τη μονή της Μικρής Αγίας Σοφίας που είχε στην κατοχή της η κυρά-Μαρώ, όπως και πολλά άλλα κτήματα στους καζάδες Θεσσαλονίκης, Σιδηροκάστρου και Σερρών. Κόρη του Γεωργίου Μπράκνοβιτς, δεύτερου κτήτορα της Μονής του Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος, μετά που παντρεύτηκε τον πατέρα του Μωάμεθ Μουράτ, χάρισε στη Μονή τα Τίμια Δώρα, πολλά άγια λείψανα και κειμήλια.
Επί τουρκοκρατίας η συνοικία ήταν εβραϊκή, και οι λίγες χριστιανικές οικογένειες ζούσαν στον περίβολο του τότε γυναικείου μοναστηριού. Ο περίβολος είχε μια βαριά πόρτα, και κάθε βράδυ μετά τη δύση του ηλίου έκλεινε. Στο καθολικό της Μονής φυλαγόταν το σκήνωμα της αγίας. Κάθε χρόνο στις 5 Απριλίου γινόταν λιτανεία και άλλαζαν τη φορεσιά της. Κόβανε κομματάκια την παλιά και τη μοίραζαν στις κοπέλες για τις αρρώστιες και για καλή τύχη. Όταν πέθανε η ηγουμένη του μοναστηριού, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, και άνοιξαν τον τάφο της αγίας για να αποθέσουν σ' αυτόν και την πνευματική της μητέρα, η προ πολλού πεθαμένη Θεοδώρα, σαν να ήταν ζωντανή, περιέστειλε εαυτήν, και έδωσε τόπο για να ενταφιαστεί και η ηγουμένη.
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Ο πιο σύντομος δρόμος (έκδ. Αθ. Αλιντζή, Θεσσαλονίκη 2022, σσ. 40, 42, 43, 93-95). - Το motto, απόλογος τινός πατέρος Ευαγγέλου, εκ του ιδίου (ό.π., σ. 93).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου