Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

ήθελες να τ' αγγίξεις και δεν μπορούσες


Δεν έβλεπες τον δρόμο. Ήσουν στραμμένος μέσα σου, και όλα περνούσαν από τα μάτια σου ανυπόστατα. Ήθελες να τ' αγγίξεις και δεν μπορούσες. Αργότερα, όταν έγραψες το Άλγος της αφής, κατάλαβες ότι η ρήση του Γρηγορίου Παλαμά, πως το άλγος της αφής σχετίζεται με την προσευχή, έχει να κάνει με το «Μη μού άπτου», όταν η Μαρία Μαγδαληνή άπλωσε το χέρι της ν'΄αγγίξει το Κυριακό Σώμα.

Μη μπορώντας τα δάχτυλά μας να ψαύσουν το Σώμα της Θεότητας, αλλά μήτε ν' αγγίξουν τα πράγματα δίχως να μάς τραυματίσει ο πόθος και η λαχτάρα μας γι' αυτά, μπορεί να πέσουμε στον κόσμο της παραίσθησης και της δαιμονικής αλλοίωσης των αισθήσεων. Ανατρέπονται οι αισθήσεις, και δεν γνωρίζουμε αν η όραση προηγείται της αφής ή η αφή της όρασης. Αν η όσφρηση έπεται της ακοής ή είναι αυτή που μορφώνει τη γεύση. Τότε, μόνο μέσα από έναν αγώνα καθαρμού μπορούμε να προσβλέπουμε σε σωτήρια.

Το θρησκευτικό αίσθημα είναι ένα σκαλιστήρι. Ο κίνδυνος έγκειται στο να πλησιάσει κανείς αυτή τη φωτιά σαν από καθήκον, σαν να συμμετέχει σε μια συγκέντρωση κοσμική ή θρησκευόμενη. Ο πόνος δεν δύναται αλλιώς να εξηγηθεί, παρά για να μπορέσεις να αγαπήσεις τον άλλον άνθρωπο. Διαφορετικά η προσευχή στη Γεσθημανή παραμένει ανεξήγητη [...]

*

Ο [Χόρχε Σεμπρούν], ο οποίος κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αιχμάλωτος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μούχενβαλτ, μιλώντας για τη γραφή σε αντιδιαστολή με τη δράση την κοινωνική και πολιτική, είπε ότι η εμμονή στο γράψιμο είναι εμμονή στη μνήμη του θανάτου, και πως αυτό σημαίνει αυτοκτονία.

Η μνήμη του θανάτου αποτελεί για σένα το θεμέλιο της όντως ζωής, της ζωής που ξεπερνά τα όρια του κόσμου. Μη πιστεύοντας στον εαυτό σου, στις δυνάμεις σου, αποφεύγοντας κάθε αίσθημα αυτάρκειας, αφήνεσαι. Τότε ένας άλλος αέρας που δεν γνωρίζεις πούθε έρχεται αρπάζει τον νού.

Δεν υπάρχει πλέον τίποτε που να ταράζει τη γαλήνη, μήτε να αλλοιώνει το εσωτερικό τοπίο της ομορφιάς. Ζείς σε δύο επίπεδα χωρίς να σε ταράζει ο διχασμός, γιατί ξέρεις πού βρίσκεται η ζωή. Το ένα είναι των καθημερινών αναγκών και ασχολιών, και το άλλο των ανοικτών οριζόντων όπου συντελείται το θαύμα. Είναι πενιχρή η εσωτερική σου ζωή, αλλά εντός σου αναπτύσσεται θέαμα μεγαλειώδες. Το θέαμα του παλίμψηστου της μνήμης. Αναρριγάς στη σκέψη της αιωνιότητας, ενώ ο ήλιος ανατέλλει και δύει.

Η μνήμη του θανάτου, λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, είναι ιδιαίτερη κατάσταση του πνεύματος που μάς συνάπτει με το Αιώνιο. Δεν έχει σχέση με τη γνώση ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Μάς επιτρέπει να ζήσουμε τον θάνατό μας ώς το τέλος πάσης της κτίσεως, καταργώντας τη γήινη έλξη και επαληθεύοντας την αποκάλυψη ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα τού Θεού, και ως τέτοιος μπορεί να περιλάβει εν εαυτώ και τον Θεό και τον κτιστό κόσμο.

Η μνήμη του θανάτου, μάς λένε, εξαλείφει τα πάθη, και το πνευματικό πένθος συντελεί σε μιαν ατέλειωτη γιορτή. Αισθάνεσαι το βάρος αυτών των λογισμών, την εμμονή τους. Κινούνται παράλληλα με μια ευφρόσυνη χαρά, σαν ένα αντίθετο ρεύμα, ένας στρόφιλος ποταμού, ένας στομάλιμνος, ενώ στην άλλη πλευρά το νερό κελαρύζει κυλώντας.

Ίσως, σκέφτεσαι, τα ρεύματα αυτά δεν είναι άμοιρα της πόλης σου, σαν να σχηματίστηκαν από την ιστορία της, από το διάβα του πλήθους των ανθρώπων, από τις δηώσεις, λεηλασίες, σφαγές, κατατρεγμούς, εξανδραποδισμούς, αλλά και χάριτες και θριάμβους και περιαυγάσεις μεγαλείου.

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Ο πιο σύντομος δρόμος (έκδ. Αθ. Αλιντζή, Θεσσαλονίκη 2022, σσ. 130-131, 146-148).

Δεν υπάρχουν σχόλια: