Ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο
είναι αναγκαστικά μόνος του.*
είναι αναγκαστικά μόνος του.*
[...] Το πρόσωπο είναι η πραγματική πόλη των ανθρώπων, το κατ' εξοχήν πολιτικό στοιχείο. Είναι όταν κοιτάζονται καταπρόσωπο που οι άνθρωποι αναγνωρίζονται και παθιάζονται μεταξύ τους, αντιλαμβάνονται ομοιότητες και διαφορές, απόσταση και εγγύτητα.
Αν δεν υπάρχει μια ζωική πολιτική, αυτό οφείλεται στο ότι τα ζώα βιώνουν ήδη πάντοτε ένα άνοιγμα, δεν θεωρούν την εμφάνισή τους πρόβλημα, απλώς διαβιούν σε αυτή χωρίς να νοιάζονται. Γι' αυτό δεν ενδιαφέρονται για τους καθρέφτες, για την εικόνα ως εικόνα.
Ο άνθρωπος, αντιθέτως, θέλει να αναγνωρίζει και να αναγνωρίζεται, θέλει να οικειοποιείται την εικόνα του, ψάχνει σε αυτή την αλήθειά του. Με αυτόν τον τρόπο μεταμορφώνει το ζωικό περιβάλλον σε έναν κόσμο, σε ένα πεδίο μιας αδιάκοπης πολιτικής διαλεκτικής.
Μια χώρα που αποφασίζει να απαρνηθεί το πρόσωπό της, να καλύψει σε κάθε μέρος τα πρόσωπα των πολιτών της με μάσκες είναι, τότε, μια χώρα στην οποία [έχει] εξαλειφθεί κάθε πολιτική διάσταση. Σε αυτόν τον κενό χώρο, υποκείμενο κάθε στιγμή σε έναν έλεγχο χωρίς όρια, κινούνται σήμερα άτομα απομονωμένα μεταξύ τους, που έχουν χάσει το άμεσο και αισθητό θεμέλιο τής κοινότητάς τους και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ανταλλάσσουν μηνύματα, τα οποία απευθύνονται σε ένα όνομα χωρίς πλέον πρόσωπο.
Και αφού ο άνθρωπος είναι ένα πολιτικό ζώο, η εξαφάνιση της πολιτικής σημαίνει και την απομάκρυνση της ζωής: ένα μωρό που όταν γεννιέται δεν βλέπει πλέον το πρόσωπο της μητέρας του, κινδυνεύει να μην μπορεί πλέον να νιώσει ανθρώπινα συναισθήματα.
*
Δεν είναι λιγότερο σημαντικό το γεγονός ότι η σχέση με το πρόσωπο είναι για τους ανθρώπους μια σχέση με τους νεκρούς. Ο άνθρωπος, το ζώο που αναγνωρίζεται από το πρόσωπό του, είναι επίσης το μοναδικό ζώο που λατρεύει τους νεκρούς.
Δεν μάς ξαφνιάζει, τότε, ότι και οι νεκροί έχουν ένα πρόσωπο και ότι η ακύρωση του προσώπου συμβαδίζει με την απομάκρυνση του θανάτου.
Στη Ρώμη, ο νεκρός συμμετέχει στην κοινωνία των ζωντανών μέσω τής imago του, τής εικόνας του που είχε μορφοποιηθεί και χαραχτεί σε ένα κερί, την οποία κάθε οικογένεια διατηρούσε στο αίθριο τού σπιτιού της.
Συνεπώς ο ελεύθερος άνθρωπος ορίζεται τόσο από τη συμμετοχή του στην πολιτική ζωή τής πόλης όσο και από τη δική του ius imaginum, το αναλλοίωτο δικαίωμα να φυλάει το πρόσωπο των προγόνων του και να το επιδεικνύει δημοσίως στις γιορτές τής κοινότητας.
«Μετά την ταφή και τα ταφικά τελετουργικά», έγραφε ο Πολύβιος, «τοποθετούνταν στο πιο ορατό σημείο τού σπιτιού η imago τού νεκρού μέσα σε μια ξύλινη λειψανοθήκη και αυτή η εικόνα ήταν ένα πρόσωπο από κερί, φτιαγμένο έτσι ώστε να μοιάζει με ακρίβεια είτε σε σχέση με τη μορφή είτε σε σχέση με το χρώμα στον θανόντα».
Αυτές οι εικόνες δεν ήταν μονάχα αντικείμενα τής ιδιωτικής μνήμης, αλλά ήταν και το απτό σημάδι τής συμμαχίας και τής αλληλεγγύης ζωντανών και νεκρών, παρελθόντος και παρόντος, ένα αναπόσπαστο κομμάτι τής ζωής τής πόλης. Γι' αυτό έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε μπορούμε να πούμε ότι το δικαίωμα στις εικόνες των νεκρών είναι το εργαστήριο στο οποίο θεμελιώνεται το δικαίωμα των ζωντανών. Κάτι που αληθεύει έτι περαιτέρω αν σκεφτούμε ότι όποιος κηλιδωνόταν από ένα σοβαρό δημόσιο έγκλημα, έχανε το δικαίωμά του στην εικόνα.
Και ο θρύλος θέλει πως όταν ο Ρωμύλος θεμελίωσε τη Ρώμη, έσκαψε έναν λάκκο -τον λεγόμενο mundus, «κόσμο»- στον οποίο ο ίδιος και ο καθένας από τους συντρόφους του έριχναν μια χούφτα χώμα από τη γή που προέρχονταν. Αυτός ο λάκκος ανοιγόταν τρεις φορές τον χρόνο και έλεγαν ότι εκείνες τις ημέρες οι ψυχές, οι νεκροί, έμπαιναν στην πόλη και συμμετείχαν στη ζωή των ζωντανών.
Ο κόσμος δεν είναι παρά το κατώφλι μέσω τού οποίου οι ζωντανοί και οι νεκροί, το παρελθόν και το παρόν, επικοινωνούν.
*
Καταλαβαίνουμε τότε γιατί ένας κόσμος χωρίς πρόσωπα δεν μπορεί να είναι παρά ένας κόσμος χωρίς νεκρούς. Αν οι ζωντανοί χάσουν το πρόσωπό τους, οι νεκροί γίνονται απλώς αριθμοί, οι οποίοι, εφόσον έχουν αναχθεί στην καθαρά βιολογική ζωή τους, πρέπει να πεθάνουν μόνοι και χωρίς κηδεία.
Και αν το πρόσωπο είναι ο τόπος στον οποίο, πριν από κάθε συζήτηση, επικοινωνούμε με τους ομοίους μας, τότε και οι ζωντανοί, στερημένοι τής σχέσης τους με το πρόσωπο, είναι, στον βαθμό που εξαναγκάζονται να επικοινωνούν μες ψηφιακούς μηχανισμούς, ανεπανόρθωτα μόνοι. [...] 30 Απρίλη 2021
Giorgio Agamben, Η γυμνή ζωή και το εμβόλιο (μτφρ. Παν. Καλαμαράς, έκδ. παρέγκλισις, Αθήνα 2021, σσ. 26-28). -Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 25).