Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

έτι περί της απώλειας αλλά και περί της αναλογίας


[...] Όπως τονίζει εξάλλου σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο Jacques Lacan, «το ανθρώπινο αντικείμενο πάντοτε καθορίζεται με τη διαμεσολάβηση μιας πρώτης απώλειας. Δεν συμβαίνει τίποτε το εποικοδομητικό στον άνθρωπο παρά μόνο μέσω τής απώλειας ενός αντικειμένου».

Η έννοια τής απώλειας αποτελεί, επομένως, καταστατική συνθήκη τόσο τού περί ονείρου λόγου όσο και κάθε ερμηνευτικής διαδικασίας.

Η απώλεια και το αχρονικό συνδυάζονται με την αναλογία που χαρακτηρίζει τον περί ονείρου λόγο, βάσει τής οποίας συνδέονται τα διαφορετικά επίπεδα με γνώμονα την ομοιότητα.

*

Συγκεκριμένα, με την αναλογία συγκρίνονται:

1) το εικονικό σύστημα (δηλαδή οι ονειρικές εικόνες που βλέπει κάποιος όταν κοιμάται) προς το σύστημα τού λόγου (αυτό τής πρώτης αφήγησης τού ονείρου)·

2) το έκδηλο περιεχόμενο τού ονείρου προς το λανθάνον, όπως αυτό θα προκύψει μετά τη διαδικασία τής ψυχαναλυτικής ερμηνείας·

3) οι ονειρικές εμπειρίες, οι οποίες προέρχονται από τη συγκεκριμένη ζωή τού ονειρευομένου, προς τα συστήματα περί των ονειρικών εμπειριών, τα οποία στόχο έχουν να τίς ταξινομήσουν και να δομήσουν μια θεωρία για αυτές [...].

*

Η ομοιότητα ως διαδικασία που συμβάλλει στην ερμηνεία των ονείρων αποτελεί σημαντικό στοιχείο στον Αρτεμίδωρο, επειδή τού επιτρέπει να κινείται από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον.

Η απώλεια χαρακτηρίζει και το όνειρο, το οποίο σημαίνει τόσο τις εικόνες που κάποιος βλέπει στον ύπνο του, όσο και την αφήγηση που συντίθεται βάσει αυτών των εικόνων.

Το όνειρο και η ανάλυσή του αποτελεί πρότυπο τής ψυχαναλυτικής ερμηνείας, επειδή αποτελεί τη διά τού λόγου αναδιάταξη ενός εικονικού κειμένου.

Η μετάβαση από το εικονικό στο αφηγηματικό κείμενο πραγματοποιείται με τη δευτερογενή επεξεργασία και την ερμηνεία τής εικονικής εμπειρίας και τών συναισθημάτων που έφερε στην επιφάνεια.

Το όνειρο λοιπόν είναι ένα φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με την διαδικασία τού ερμηνεύειν, μια και η αφήγησή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατασκευή που βασίζεται στην ονειρική εμπειρία.

Η ερμηνεία επεξεργάζεται τις αναμνήσεις, ενώ η κατασκευή συμπληρώνει τα κενά· και οι δύο έχουν ένα ρόλο δημιουργικό.

*

ειδή τού επιτρέπει να κινείται από το παρελθόν προς το παρόν και το μέλλον.

Η ομοιότητα έχει και για τον Φρόυντ μεγάλη σημασία, επειδή το ασυνείδητο δεν διέπεται από τους κανόνες τής χρονικής ακολουθίας τού συνειδητού και, κατά συνέπεια, το παρόν δομείται κατ' αναλογίαν τού παρελθόντος.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 132, 133, 133-134, 150-151).

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ψυχαναλυτικές έννοιες ανάλυσης του ονειρικού φαινομένου


[...] η εκ παραλλήλου ανάγνωση των κειμένων του Αρτεμίδωρου και του Φρόυντ θα πραγματοποιηθεί με άξονα τρεις έννοιες:

πρώτον, την ψυχαναλυτική έννοια τής απώλειας (Verlust) και το πώς συνδέεται με την ψυχαναλυτική έννοια τού αντικειμένου (Objekt), μέσω τής οποίας μπορούμε να οδηγηθούμε στη διάκριση εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας·

δεύτερον, την έννοια τού χρόνου, διότι και οι δύο θεωρίες θεματοποιούν τη χρονική διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία τού εικονικού περιεχομένου τού ονείρου και την αφήγησή του και προβάλλουν το όνειρο σε διαφορετικές χρονικότητες, ο Φρόυντ στο παρελθόν και ο Αρτεμίδωρος στο μέλλον· και

τρίτον, την έννοια τής αναλογίας μεταξύ τού ονειρικού κόσμου, προϊόντος τού ύπνου, και τού κόσμου τής εν εγρηγόρσει ζωής και, κατά συνέπεια, την αναλογική σχέση που χρησιμοποιεί τις ονειρικές εικόνες και την ονειρική αφήγηση.

*

Η ενασχόληση με την απώλεια και τη λειτουργία τού χρόνου επιβάλλει την ανάλυση δύο ψυχαναλυτικών εννοιών απαραίτητων για την εμβάθυνση στο ονειρικό φαινόμενο:

τής φροϋδικής εκ των υστέρων (θεώρησης), η οποία εστιάζει στη χρονικότητα,

και τής μεταγενέστερης, που έχει προταθεί από τον D.W. Winnicott (1951), τού μεταβατικού αντικειμένου και των μεταβατικών φαινομένων, η οποία εστιάζει στην απώλεια.

Οι έννοιες αυτές συμβάλλουν στο να αναλυθεί το ονειρικό φαινόμενο σε σχέση με τις κεντρικής σημασίας ψυχαναλυτικές έννοιες τής ερμηνείας και τής κατασκευής και, σε συνδυασμό με την έννοια τής μεταφοράς, να επανεξετασθεί η έννοια τής αναλογίας.
*

Η εκ των υστέρων θεώρηση αποτελεί δείκτη τών απόψεων τού Φρόυντ για τη χρονική διάσταση και την αιτιοκρατία στην ψυχική ζωή. Δηλώνει την αναψηλάφηση τών εμπειριών, τών εντυπώσεων και τών μνημονικών ιχνών σε μια μεταγενέστερη στιγμή, σε συνδυασμό με τις νέες εμπειρίες τού υποκειμένου όταν αυτό έχει φτάσει σε ένα νέο επίπεδο ανάπτυξης. Το υλικό που αναψηλαφείται νοηματοδοτείται εκ νέου και αποκτά νέα δυναμική στο πώς επιδρά στον ψυχισμό.

[...] Μπορεί λοιπόν να χαρακτηρίσει κανείς και ως κέρδος και ως απώλεια τον χρόνο, μια και αφενός έδωσε τη δυνατότητα τής εκ των υστέρων θεώρησης και νοηματοδότησης -δηλαδή πριμοδότησε τη λειτουργία τού λόγου- και
αφετέρου πρόκειται για χρόνο που χάθηκε στον πεπερασμένο ανθρώπινο βίο.

*

Ο όρος μεταβατικό αντικείμενο προσδιορίζει κατ' αρχάς ένα υλικό αντικείμενο ιδιαίτερης αξίας για το βρέφος ή το μικρό παιδί που χρησιμοποιείται κυρίως όταν επέρχεται ο ύπνος (π.χ. την άκρη τής κουβέρτας). Προσδιορίζει όμως επίσης και τη διαδικασία μετάβασης από το στήθος ή την αγκαλιά τής μητέρας ή τροφού, την οποία το βρέφος αντιλαμβάνεται ως προέκταση τού εαυτού του, ως αυτόματη ανταπόκριση στις ανάγκες του, σε ένα εξωτερικό αντικείμενο.

[...] Το μεταβατικό αντικείμενο συμβολίζει μεν ένα μερικό αντικείμενο, όπως το στήθος, ταυτόχρονα όμως δεν είναι αυτό το αντικείμενο· «το ότι δεν είναι το στήθος -ή η μητέρα- είναι το ίδιο σημαντικό όσο το ότι συμβολίζει το στήθος -ή τη μητέρα» [Winnicott].

Ο Winnicott θεωρητικοποιεί την έννοια αυτή για να δείξει ότι εκτός από τον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο υπάρχει και μια ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στους δύο, ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, η οποία είναι μια περιοχή εμπειρίας που αλλάζει μεν με το χρόνο, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί:

θα τη χαρακτηρίζαμε ως περιοχή μιας αυταπάτης (illusion) που έχει μια δεδομένη χρονική διάρκεια.

Η αυταπάτη αυτή συγχωρείται εν γένει στο παιδί, λόγω τής ιδιαιτερότητας τού παιδικού παιχνιδιού, αλλά και στους ενηλίκους στο χώρο τής ονειροπλασίας, τής τέχνης, τής λογοτεχνίας, τής θρησκείας κ.τ.λ.

Η μοίρα τού μεταβατικού αντικειμένου είναι «σταδιακά να αποεπενδυθεί συναισθηματικά» και σε αυτό διαφέρει από τα άλλα αντικείμενα, τα οποία είτε εσωτερικεύονται είτε απωθούνται. Το μεταβατικό αντικείμενο «δεν λησμονείται και δεν πενθείται», αλλά χάνει το νόημά του και διαχέεται σε μια σειρά από μεταβατικά φαινόμενα που καταλαμβάνουν «την ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στην 'εσωτερική ψυχική πραγματικότητα' και 'τον εξωτερικό κόσμο όπως τον αντιλαμβάνονται από κοινού δύο άτομα', διαχέεται δηλαδή στο πεδίο του πολιτισμού (culture)».

*

[...] Μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο στην έννοια τού μεταβατικού αντικειμένου και τού μεταβατικού φαινομένου συνδυάζεται η έννοια τής διατήρησης -τής μη απώλειας- τού αντικειμένου με την απώλειά του ως υλικού αντικειμένου. Το κλειδί είναι η έννοια τής αυταπάτης [...].

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 124, 125, 125-126, 127, 128, 128-129, 130).

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

μεταφορά και μετωνυμία: ο γλωσσολογικός δεσμός


Οι μηχανισμοί τής εργασίας τού ονείρου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί τονίζουν τη γλωσσική διάσταση τών ασυνείδητων διαδικασιών και γιατί σχολιάζουν ένα γλωσσικό κείμενο (το αφηγημένο όνειρο) που κατεξοχήν χαρακτηρίζεται από πολυσημία.

Στο θέμα αυτό [...] σημαντικότατη είναι η συμβολή του Roman Jacobson και του Jacques Lacan.

*

Ο Roman Jacobson, ξεκινώντας από τη διάκριση του Saussure σε συνειρμικές (in absentia) και συνταγματικές (in praesentia) σχέσεις της γλώσσας [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 162-166], ορίζει την επιλογή και τον συνδυασμό ως τούς δύο τρόπους διάταξης των γλωσσικών σημείων που αντιστοιχούν στις σχέσεις αυτές, για να θεματοποιήσει στη συνέχεια τούς δύο πόλους τών αφασικών διαταραχών:

στο ένα άκρο βρίσκεται η διαταραχή τής ομοιότητας (αφορά την επιλογή και επιδρά στις συνειρμικές ή παραδειγματικές σχέσεις) και

στο άλλο η διαταραχή τής συνάφειας (αφορά τον συνδυασμό και επιδρά στις συνταγματικές σχέσεις).

Περαιτέρω, θεωρητικοποιεί τις δύο αυτές σημαντικές και αντιτιθέμενες διαστάσεις τής γλωσσικής δομής με όρους ρητορικούς: το σχήμα τής μετωνυμίας, που συνδέει τα στοιχεία τής γλώσσας βάσει τής συνάφειας, είναι κατ' ουσία συνταγματικό, διότι τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν,

ενώ η μεταφορά είναι η αντικατάσταση ενός πράγματος από κάποιο άλλο, και επομένως παραδειγματική.

*

Ειδικότερα, οι σχέσεις ανάμεσα στα σημαίνοντα που σχηματίζουν την αλυσίδα τών σημαινόντων είναι όλες είτε μετωνυμικές είτε μεταφορικές, με τη διευρυμένη έννοια που ο Jacobson έχει δώσει σε αυτούς τούς όρους.

Δηλαδή η αλυσίδα είτε κινείται συνταγματικά από ένα σημαίνον σε ένα άλλο συναφές (μετωνυμία), είτε λειτουργεί παραδειγματικά, βάζοντας ένα σημαίνον στη θέση ενός άλλου (μεταφορά).

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η κίνηση χαρακτηρίζει τη μετωνυμία, ενώ η υποκατάσταση τη μεταφορά.

[...] Ο Jacobson συγκρίνει αφενός τον άξονα τής μεταφοράς με τις ψυχαναλυτικές έννοιες τής συμπύκνωσης και τού συμβολισμού, και αφετέρου τον άξονα τής μετωνυμίας με την ψυχαναλυτική έννοια τής μετάθεσης.

*

Ο Jacobson με την ανάλυσή του παρέχει στον Lacan δύο βασικά μεθοδολογικά εργαλεία από τη δομική γλωσσολογία, τον συνταγματικό και τον παραδειγματικό άξονα, και μια αναλογία ως προς την προσέγγιση τής ρητορικής, αυτή τής μετωνυμίας και τής μεταφοράς.

Πέραν αυτών, ο Lacan, στην ανάγνωση που επιχειρεί σε ένα κείμενό του τού 1957 [...] έχει υιοθετήσει μια θέση από τη θεωρία τού Saussure για το σημείο: την άποψη ότι το σημαινόμενο (signifié), όπως υποδηλώνει και το όνομά του, είναι απλώς αυτό το οποίο σημαίνεται και δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το σημαίνον (signifiant) του· ότι δηλαδή η γλώσσα δεν τοποθετεί ετικέτες σε μια σειρά προκαθορισμένων διακριτών οντοτήτων, αλλά διαιρεί ένα αδιαφοροποίητο πεδίο αντίληψης, εμπειρίας κ.τ.λ., με τη μορφή των αρθρώσεων που εισάγονται από τα σημεία [Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 99-101].

Ενώ όμως η θέση τού Saussure είναι ότι υφίσταται η ένωση του σημαίνοντος και τού σημαινομένου στο σημείο -τα συγκρίνει με τις δύο όψεις μιας κόλλας χαρτιού- ο Lacan τονίζει τον χωρισμό τους.

*

[...] Ο Lacan δεν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις συνδυάζονται συντακτικά για να σχηματίσουν μια πρόταση, αλλά στον συνειρμό και την ερμηνεία, με την έννοια ότι το νόημα μιας λέξης δεν είναι παρά μία ακόμη λέξη, που κι αυτής μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα: όπως συμβαίνει με έναν ορισμό του λεξικού, στον οποίο μπορούμε να αναζητούμε επ' άπειρον τη σημασία·

ή όπως οι εικόνες σε ένα όνειρο, που μπορούν, όπως είδαμε στους μηχανισμούς του ονείρου, να αντικαθιστούν η μία την άλλη στη βάση τής ομοιότητας.

Είναι σαφές από την παραπάνω περιγραφή ότι η σημαίνουσα αλυσίδα του Lacan αναφέρεται στην παραγωγή νοήματος στο ασυνείδητο: γι' αυτόν η «γλώσσα» είναι πρώτα και κύρια οι γλωσσικής μορφής διεργασίες τού ασυνειδήτου.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 116-117, 117, 117-118, 118, 118-119, 121-122).

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

εργασία του ονείρου


Η συμπύκνωση λειτουργεί ως πρόσκομμα στην αντιστοιχία μεταξύ των στοιχείων του έκδηλου και αυτών του λανθάνοντος ονείρου. [...]

Η μετάθεση -ή ενίοτε και μεταβίβαση- [...] σημαίνει την επανενεργοποίηση και επικαιροποίηση των ασυνείδητων επιθυμιών [...]. Το αποτέλεσμα είναι η παραμόρφωση του ονείρου με άξονα τη μετατροπή του ασήμαντου σε σημαντικό και του σημαντικού σε ασήμαντο.

Η μέριμνα για την παραστασιμότητα συνίσταται στο ότι οι ονειρικές σκέψεις οφείλουν να υποβάλλονται σε μια διαδικασία επιλογής και μετατροπής σε εικόνες. Στην ουσία οι αφηρημένες ονειρικές εικόνες υποκαθίστανται από συγκεκριμένες εικονικές. [...]

Τέλος, η δευτερογενής επεξεργασία (ή επεξεργασία) συνίσταται στην αναδιάταξη του ονείρου, ώστε αυτό να αποκτήσει τη μορφή ενός σχετικά λογικού και κατανοητού σεναρίου. [...] Η δευτερογενής επεξεργασία αποτελεί την πρώτη ερμηνεία του ονείρου από τον ίδιο τον ονειρευόμενο, αφού αυτή μετατρέπει το εικονικό περιεχόμενό του σε αφήγηση και στόχο έχει να προσδώσει κάποια συνοχή στα στοιχεία στα οποία κατέληξε η εργασία του ονείρου.

*

[...] Η επιθυμία που εκφράζεται στο όνειρο είναι πάντοτε απωθημένη και κατά κανόνα παιδική και ερωτική, ενώ το υλικό του ονείρου έχει διαφορετικές πηγές: πρόσφατα και αδιάφορα γεγονότα (δηλαδή τα ημερήσια κατάλοιπα), παιδικές εμπειρίες, σωματικές ανάγκες.

Τρία λοιπόν είναι τα στάδια για να φτάσουμε στο έκδηλο όνειρο: πρώτον, η επίμονη απωθημένη επιθυμία συνιστά το κίνητρο του ονείρου· δεύτερον, κατά τη διάρκεια της ημέρας η επιθυμία αυτή συναρτάται σε κάποια σκέψη· τρίτον, η σκέψη διατηρεί την ενέργειά της και αναζωογονείται κατά τη διάρκεια του ύπνου ως το ισοδύναμο της απωθημένης επιθυμίας. Η διαδικασία αυτή συντελείται με δεδομένη τη θεωρία περί μνήμης, την οποία χαρακτηρίζει η συστημικότητα και το ανεξίτηλο των εγγραφών στο ασυνείδητο.

Εκτός όμως από την κίνηση από τις λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις προς το έκδηλο όνειρο, υπάρχει και η αντίθετη. Ξεκινώντας από το έκδηλο όνειρο, κατασκευάζονται οι λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις διά της ερμηνείας των συνειρμών στην αναλυτική διαδικασία· κατασκευάζονται, δεν ανασυντίθενται.

*

Τονίζει χαρακτηριστικά ο Φρόυντ: «Οι συγγραφείς [...] γνωρίζουν ένα σωρό πράγματα μεταξύ ουρανού και γής, που τα αγνοεί παντελώς η σχολαστική παιδεία μας».

Η καθημερινότητα, η κατασκευαστικότητα και η αχρονικότητα τού ονείρου αποτελούν τούς τρεις βασικούς λόγους για να εξετάσουμε τις απόψεις τού Φρόυντ για την καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, προκειμένου να συνδυάσουμε τις απόψεις του αυτές με τη θεωρία του για το όνειρο και την ερμηνεία του.

*

Και μια καταληκτική παρατήρηση: στα κείμενα τού Φρόυντ το όνειρο, το παιδικό παιχνίδι, και η λογοτεχνία (ή η τέχνη) συνδέονται όχι μόνο γιατί εκπληρώνουν επιθυμίες, αλλά και γιατί συνιστούν στρατηγικές ή στρατηγήματα που στόχο έχουν την υπέρβαση των αντιστάσεων. Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με την φαντασίωση ούτε με το παραλήρημα, έννοιες προς τις οποίες ο Φρόυντ αντιπαραβάλλει το λογοτεχνικό κείμενο και το όνειρο.

Η έννοια τής στρατηγικής ή τού στρατηγήματος εμπεριέχει προσθετικότητα ή βούληση: όχι κατ' ανάγκη συνειδητοποιημένη, ούτε καν υποχρεωτικά συνειδητή [...]

[...] Νομίζω ότι πρόκειται για τη σχέση εκείνη των ονείρων με το μέλλον, η οποία θα καταστεί ορατή μόνο από την οπτική ενός μεταγενέστερου μέλλοντος· ή για τη σχέση εκείνη τής λογοτεχνίας με την πραγματικότητα των άλλων, η οποία θα διαφανεί μόνο αν και εφόσον η πραγματικότητα αυτή αναδιαμορφωθεί χάρη στην παρέμβαση τής λογοτεχνίας·

ή, τέλος, για τη σχέση τού παιδικού παιχνιδιού με την πραγματικότητα των μεγάλων, στην οποία θα μπορέσει να αναφερθεί το παιδί μόνο αφού θα έχει πρώτα γίνει μεγάλος.

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 103, 108, 109, 110, 110-111, 111, 115-116, 137-138, 148-149, 149).

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

μια μορφή αχρονικότητας στο όνειρο


πρώτον, τα όνειρα αποτελούν εκπλήρωση επιθυμιών, και
δεύτερον, οι επιθυμίες που περιέχονται στα όνειρα
είναι μεταμφιεσμένες.*

Το ασυνείδητο, το ψυχικό σύστημα στο οποίο παράγεται το όνειρο, δεν χαρακτηρίζεται από τη χρονικότητα του συνειδητού, μια και σε αυτό η πάροδος του χρόνου δεν επιφέρει καμία μεταβολή. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος λειτουργεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο τόσο στο ασυνείδητο όσο και στο όνειρο που αποτελεί φαινόμενό του.

Συγκεκριμένα, στο όνειρο η επιθυμία εικονογραφείται ως πράξη. Για παράδειγμα, η επιθυμία να πάει κανείς ταξίδι παίρνει στο όνειρο τη μορφή ενός ταξιδιού που συντελείται, ο ονειρευόμενος δηλαδή δεν επιθυμεί να ταξιδέψει αλλά ταξιδεύει. Έτσι, ο χρόνος που αναγκαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ της επιθυμίας και της εκπλήρωσής της καταργείται. Παρατηρεί λοιπόν κανείς μια μορφή αχρονικότητας στο όνειρο, η οποία συνίσταται στην παρουσίαση της επιθυμίας ως γεγονότος.

Για αυτόν που επιθυμεί και που βλέπει στο όνειρό του την εκπλήρωση της επιθυμίας του, η εμπειρία είναι ενιαία. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να υποστηρίξει κανείς ότι τα όνειρα εκφράζουν μόνο την επιθυμία, αφού όχι μόνο η επιθυμία αλλά και η εκπλήρωσή της ανήκει στο περιεχόμενο του ονείρου.

*

«[...] η σχέση του ονειρευομένου με τις επιθυμίες του είναι ιδιαίτερη. Τις απαρνιέται και τις λογοκρίνει, με άλλα λόγια δεν τού αρέσουν. Κατά συνέπεια, η εκπλήρωσή τους δεν θα τού προσφέρει απόλαυση, αλλά το αντίθετο· και η πείρα δείχνει ότι το αντίθετο παίρνει τη μορφή του άγχους».

*

Μέχρι στιγμής σταθήκαμε στο ότι τα όνειρα αποτελούν εκπλήρωση επιθυμιών. Ποιών ακριβώς, όμως, και πόσο εύκολο είναι να τις εντοπίσουμε; Ο Φρόυντ προβαίνει σε μια τριμερή διάκριση των ονείρων: υπάρχουν «όνειρα που είναι πλήρη νοήματος και ταυτόχρονα κατανοητά», υπάρχουν «όνειρα που έχουν μεν εσωτερική συνοχή και καθαρό νόημα αλλά μάς ξενίζουν» και, τέλος, υπάρχουν «όνειρα που δεν έχουν νόημα ούτε είναι κατανοητά, εκείνα που φαίνονται ασυνάρτητα, συγκεχυμένα και ανόητα». Είναι προφανείς οι επιθυμίες στην πρώτη και ίσως στη δεύτερη κατηγορία, αδύνατον όμως να εντοπισtούν στην τρίτη: οι επιθυμίες που περιέχονται στα όνειρα αυτά είναι μεταμφιεσμένες.

Το ζήτημα που έρχεται στο προσκήνιο με την κατηγοριοποίηση αυτήν είναι το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, η διαδικασία μεταμφίεσης των επιθυμιών. Για να γίνει κατανοητή, πρέπει να συνδυαστεί με τη διάκριση, που ήδη αναφέραμε, μεταξύ του έκδηλου και του λανθάνοντος περιεχομένου του ονείρου.

Το έκδηλο περιεχόμενο είναι αυτό το οποίο βλέπει ή θυμάται κανείς και αποτελεί το θέμα της ονειρικής αφήγησης. Το λανθάνον (οι λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις) δίνει στο όνειρο το νόημά του. Η θεωρητική αυτή καινοτομία επιτρέπει τη συνεχή σύγκριση δύο όρων και την αναγωγή του ενός στον άλλο· αποτελεί συνέπεια της διάκρισης σε πρωτογενή διαδικασία που χαρακτηρίζει το ασυνείδητο και δευτερογενή που χαρακτηρίζει το συνειδητό.

Στον διάλογο αυτόν συμμετέχουν δύο πρόσωπα: ο ονειρευόμενος και ο ερμηνευτής, ο αναλυόμενος και ο αναλυτής. Η συμμετοχή του ονειρευομένου στην ερμηνευτική διαδικασία αποτελεί, όπως αναφέραμε, καινοτομία της ψυχανάλυσης. Η διαδικασία βάσει της οποίας οι λανθάνουσες ονειρικές σκέψεις (το λανθάνον περιεχόμενο) μετατρέπονται στο έκδηλο περιεχόμενο του ονείρου ονομάζεται εργασία του ονείρου (Traumaarbeit).

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 99-100, 101, 102-103). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 98).

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

όνειρο, επικοινωνία μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού


Η ερμηνεία των ονείρων (Die Traumdeutung, 1900) συνεισφέρει με δύο τρόπους στην ανατροπή κοινών τόπων που χαρακτήριζαν τον ευρωπαϊκό ορθολογικό τρόπο σκέψης:

πρώτον, τεκμηριώνει ότι το όνειρο είναι ένα ψυχικό φαινόμενο, έργο μιας πολύπλοκης διαδικασίας του ονειρευόμενου, που εκκινεί από την επιθυμία (Wunsch) και στόχο έχει την εκπλήρωσή (Erfüllung) της·

δεύτερον, διατυπώνει την πρώτη ολοκληρωμένη άποψη για την δομή του ψυχικού οργάνου διαχωρίζοντας μεταξύ της συνείδησης ή του συνειδητού (Bewusstsein, bewusst) αφενός και του ασυνειδήτου (das Unbewusste, unbewusst) αφετέρου και περιγράφοντας τους μηχανισμούς λειτουργίας των δύο συστημάτων και τους τρόπους της μεταξύ τους επικοινωνίας.

Το όνειρο συγκεκριμένα αποτελεί τον πλέον καίριο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ ασυνειδήτου και συνειδητού.

*

Η ψυχαναλυτική προσέγγιση στο όνειρο έχει [...] ένα κοινό στοιχείο με την προσέγγιση των αρχαίων ονειροκριτών: συνδέει και αυτή το όνειρο με το μέλλον, όχι βέβαια άμεσα, αλλά έμμεσα, επειδή υποστηρίζει ότι το όνειρο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εκπλήρωση μιας ανεκπλήρωτης -στο επίπεδο της πραγματικότητας- επιθυμίας.

[...] Ο Αριστοτέλης [...] επιχειρεί να προσδιορίσει τη θέση του ονείρου στο σύστημα της ψυχής, αν δηλαδή προσιδιάζει στην ικανότητα του νού ή σε αυτήν των αισθήσεων, και καταλήγει ότι ανήκει στην ικανότητα των αισθήσεων αλλά με τρόπο ιδιότυπο, ως κάτι φανταστικό, διατυπώνοντας τον ακόλουθο ορισμό του ονείρου: «Εκ δη τούτων απάντων δεί συλλογίσασθαι ότι έτσι το ενύπνιον φάντασμα μέν τι και εν ύπνω» (Περί ενυπνίων, 462a 16-17).

Σε αυτήν την διατύπωση, έστω και εμμέσως, στηρίζεται ο Φρόυντ για να υποστηρίξει ότι κατά τον Αριστοτέλη «το όνειρο ορίζεται ως ψυχική δραστηριότητα του κοιμωμένου κατά τη διάρκεια του ύπνου».

*

[...] ο θεμέλιος λίθος της φροϋδικής θεωρίας είναι ότι το «όνειρο είναι η (μεταμφιεσμένη) εκπλήρωση μιας (καταπιεσμένης, απωθημένης) επιθυμίας»

[...] Τα εργαλεία για τη μετάβαση από το έκδηλο στο λανθάνον είναι οι τέσσερις μηχανισμοί της εργασίας του ονείρου: η συμπύκνωση (Verdichtung), η μετάθεση (Verschiebung), η μέριμνα για την παραστασιμότητα ή ικανότητα προς απεικόνιση (Rücksicht auf Darstellbarkeit) και η δευτερογενής επεξεργασία (sekundäre Bearbeitung).

*

Κατά τον Φρόυντ, οι ασυνείδητες επιθυμίες παραμένουν πάντοτε ενεργές και οι ασυνείδητες διαδικασίες είναι ακατάλυτες: «Στο ασυνείδητο τίποτε δεν αποτελειώνεται, τίποτε δεν παρέρχεται ούτε λησμονείται. [...] Η προσβολή που δέχθηκε κανείς πριν από τριάντα έτη δρα επί τριάντα έτη σαν πρόσφατη, από τη στιγμή που έχει εξασφαλίσει την πρόσβαση στις ασυνείδητες πηγές των συναισθημάτων. Κάθε φορά που ανακαλείται στη μνήμη αναβιώνει... Εδώ ακριβώς πρέπει να επέμβει η ψυχοθεραπεία. Έργο της είναι να επιφέρει την εξαφάνιση και τη λήθη των ασυνείδητων διεργασιών».

Η λήθη για τον Φρόυντ δεν είναι μια αυτονόητη διαδικασία που οφείλεται στην επίδραση που έχει ο χρόνος πρωτογενώς στα μνημονικά ίχνη και στις συναισθηματικές εμπειρίες, αλλά πρόκειται για μια «επίπονη εργασία» που συντελείται στο επίπεδο του προσυνειδητού (das Vorbewusste, vorbewusst) και συνιστά δευτερογενή διαδικασία (Sekundärvorgang).

Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Αρτεμίδωρος & Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες & λογοτεχνικά όνειρα (έκδ. Εξάντας, Αθήνας 2005, σσ. 87, 90-91, 96, 96-97, 98-99).