Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

η διαδικασία να φέρει κανείς στο φώς ό,τι είναι κρυμμένο


[...] η πρακτική των ανθρώπων,
να πηγαίνουν σε έναν μοναχό που δεν είναι ιερέας
για νουθεσία και για τη συγχώρηση του Θεού,
δεν σταμάτησε τελείως.*

[...] ενώ ο πρώτος κανόνας της μετάνοιας σε βάζει στον ορθό δρόμο, τη στιγμή που μόλις έχεις λοξοδρομήσει, ο πρώτος κανόνας της εξομολόγησης των λογισμών, ελπίζει κανείς, ότι τον βάζει πάλι στον ορθό δρόμο προτού λοξοδρομήσει.

Η διήκουσα αρχή που διαπερνάει τη μοναστική εξαγόρευση των λογισμών είναι προφανής: περιγράφεται με τον ακόλουθο τρόπο στο Γεροντικό, τη συλλογή αυτή των αποφθεγμάτων των Πατέρων της ερήμου:

Εάν ανήθικες σκέψεις σε προβληματίζουν, μην τις κρύψεις, αλλά εξομολογήσου τις αμέσως στον πνευματικό σου και καταδίκασέ τες.

Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος φανερώνει τις σκέψεις του, τόσο περισσότερο αποκτά δύναμη. Αλλά μια κακή σκέψη, όταν έρχεται στην επιφάνεια, αμέσως καταστρέφεται.

Εάν κρύβεις πράγματα, αυτά διαθέτουν μεγαλύτερη δύναμη πάνω σου, αλλά εάν τα φανερώνεις ενώπιον τού Θεού, ενώπιον κάποιου άλλου, στην περίπτωση αυτή θα μαραθούν και θα χάσουν τη δύναμή τους.

Η διαδικασία να φέρει κανείς στο φώς ό,τι είναι κρυμμένο, έχει αποφασιστική αξία για την πνευματική νουθεσία. Πρόκειται, βεβαίως, εδώ επίσης και για μία αρχή της σύγχρονης ψυχοθεραπείας, αν και οι Πατέρες τής ερήμου τη σκέφτηκαν πρώτοι πριν από τον Φρόιντ και τον Γιούνγκ.

*

Εάν το μοντέλο της δημόσιας εξαγόρευσης των αμαρτιών έχει δικανικό χαρακτήρα, το μοντέλο αυτό της πνευματικής νουθεσίας είναι περισσότερο θεραπευτικό. Η εξομολόγηση, όπως την ξέρουμε σήμερα, εκφράζει την από κοινού ανάπτυξη των δύο τάσεων.

Από τον 4ο αιώνα και εξής, με την αύξηση του αριθμού των χριστιανών, το σύστημα της δημόσιας εξαγόρευσης των αμαρτιών έπεσε σταδιακά σε αχρησία. Σε μία μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα, η εμπιστοσύνη που υπήρχε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες της Εκκλησίας άρχισε να χάνεται. Το να συζητήσει κανείς δημόσια, ενώπιον του συνόλου της κοινότητας, τις αμαρτίες των επιμέρους μελών της κατέστη τελικά αιτία σκανδάλων.

Επομένως από τον 4ο αιώνα και εξής, η μετάνοια έχασε σταδιακά τον δημόσιο χαρακτήρα της. Κατέληξε τελικά να είναι μια προσωπική συνάντηση μεταξύ του επισκόπου και εκείνου που είχε αμαρτήσει. Επίσης με την αύξηση του αριθμού των χριστιανών, ο επίσκοπος μόνος του δεν μπορούσε να διαχειρίζεται την πρακτική της μετάνοιας, με αποτέλεσμα να αναθέσει το καθήκον αυτό σε συγκεκριμένους ιερείς.

*

Αυτό που φέρνουμε στον Χριστό δεν είναι μια εξαντλητική λίστα αμαρτιών, αλλά τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν φέρνουμε απλά τις αμαρτίες μας, αλλά την αμαρτωλότητά μας, επειδή συχνά η αμαρτωλότητα είναι πολύ βαθύτερη από την εξαγόρευση ορισμένων συγκεκριμένων πράξεων.

Αλλά και πάλι δεν απομονώνουμε την αμαρτωλότητά μας από ολάκερη την προσωπικότητά μας. Αυτό που φέρνουμε ενώπιον του Χριστού κατά την εξομολόγηση είναι ο εαυτός μας, και για κάτι τέτοιο απαιτείται χρόνος.

Κάλλιστος Ware (Γουέαρ), Η ειρήνη του Θεού. Τα μυστήρια ως τρόπος θεραπείας (μτφρ. Νικ. Ασπρούλης, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2022, σσ. 52-53, 53, 58). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 53).

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

η πρακτική της πνευματικής νουθεσίας


[...] υπάρχει και μια άλλη πηγή για το μυστήριο της Εξομολόγησης, όπως το ξέρουμε σήμερα. Πρόκειται για την πρακτική της πνευματικής νουθεσίας, που συναντάται για πρώτη φορά στον αιγυπτιακό μοναχισμό του 4ου αιώνα, αν και χωρίς αμφιβολία η πρακτική αυτή ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο, πολλά γι' αυτήν μέχρι την ανάδυση του μοναχισμού.

Στην έρημο της Αιγύπτου, όπως μαθαίνουμε από το Γεροντικό και τα Αποφθέγματα, σημαντική δουλειά γινόταν με τη φανέρωση των λογισμών. Ο υποτακτικός θα πήγαινε ίσως καθημερινά στον πνευματικό του, για να τού ανοίξει την καρδιά του. Αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το σύστημα της δημόσιας εξομολόγησης.

Πριν από όλα, ακολουθεί ένα πρόγραμμα, δεν είναι μία έκτακτη διαδικασία. Σε πολλά μοναστικά κέντρα, κάτι τέτοιο συμβαίνει καθημερινά.

Δεύτερον, αποτελεί ιδιωτική υπόθεση και όχι δημόσια. Λαμβάνει χώρα σε κλίμα εχεμύθειας. Δεν εμπλέκει άμεσα την ιεραρχία της Εκκλησίας.

Ο πνευματικός πατέρας -στο μοναστικό περιβάλλον, ο γέροντας- θα μπορούσε να είναι και λαϊκός, όχι μόνο ιερέας.

Ο Μέγας Αντώνιος δεν υπήρξε ποτέ ιερέας, ωστόσο διαμόρφωσε με πολλούς τρόπους το πρότυπο τού μοναχού πνευματικού πατέρα. Ο Αθανάσιος τόν αποκαλεί ιατρό, ευλογία τού Θεού για ολάκερη την Αίγυπτο. Ο πνευματικός πατέρας τού αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου τού 11ου αιώνα, ο Συμεών ο Στουδίτης, ούτε εκείνος ήταν ιερέας. Ο άγιος Σιλουανός ο Αγιορείτης επίσης δεν ήταν ιερέας. Στον Άθω σήμερα εγκαταβιούν πολλοί πνευματικοί πατέρες που είναι μοναχοί.

Πράγματι η παροχή πνευματικής νουθεσίας μπορεί κάλλιστα να γίνει κι από έναν λαϊκό χριστιανό -άνδρα ή γυναίκα-, έναν άνθρωπο που δεν έχει δώσει μοναστικό όρκο, έστω κι αν κάτι τέτοιο είναι μάλλον σπάνιο.

*

Στην πρακτική αυτή της πνευματικής νουθεσίας, ο σκοπός είναι πολύ ευρύτερος από ό,τι στην επίσημη διαδικασία τής μετάνοιας στην Εκκλησία. Αυτό που εξομολογείσαι στον γέροντά σου δεν είναι απλά οι αμαρτίες σου, αλλά επίσης και οι έγνοιές σου. Δεν μιλάς απλά για εκείνα που έχεις κάνει λάθος, αλλά μοιράζεσαι μαζί του όλο το είναι σου, την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι.

Η ελπίδα είναι ότι, αποκαλύπτοντας τις σκέψεις σου στον γέροντά σου, στην πραγματικότητα αποφεύγεις να διαπράξεις αμαρτία. Με άλλα λόγια, η μετάνοια λειτουργεί προληπτικά, μαζεύοντας και πάλι τα κομμάτια σου μετά την κατάρρευση. Αλλά με τη χρήση της πνευματικής νουθεσίας, ελπίζεις ότι τελικά θα μπορέσεις να αποφύγεις την ίδια [την] κατάρρευση.

*

[...] Κάποτε, πήγε κάποιος να [...] εξομολογηθεί, λέγοντας στον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη: «Ναι, καταλαβαίνω ότι αμάρτησα. Με το μυαλό μου, εκτιμώ πως ό,τι έχω κάνει είναι λάθος, αλλά η καρδιά μου είναι σαν πέτρα -δεν αισθάνομαι θλίψη, ή τύψεις». Η εξομολόγηση έγινε αμέσως πριν από τη θεία Λειτουργία, ενώ ο ναός ήταν ήδη γεμάτος από πιστούς. Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης είπε στον άνδρα: «Πήγαινε στο κέντρο του ναού, γονάτισε ενώπιον όλων αυτών των ανθρώπων και ζήτησέ τους συγχώρηση, και μετά έλα πάλι σε μένα».

Έτσι κι έγινε. Κι όταν ήταν γονατιστός ενώπιον του κόσμου ζητώντας συγχώρηση, μια απότομη αλλαγή συνέβη μέσα του. Ξαφνικά, η σκληρότητα της καρδιάς του εξαφανίστηκε. Ξαφνικά, ό,τι εμπόδιζε τα δάκρυα των τύψεών του εξέλιπε και τώρα πλέον μπορούσε να κλάψει για τις αμαρτίες του, για να λάβει στο τέλος άφεση.

Αυτό αναδεικνύει τη σημασία του ιερέα ως εκπροσώπου της κοινότητας. Χρειάζεται να ζητήσουμε συγχώρηση κι από τους αδελφούς μας.

Κάλλιστος Ware (Γουέαρ), Η ειρήνη του Θεού. Τα μυστήρια ως τρόπος θεραπείας (μτφρ. Νικ. Ασπρούλης, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2022, σσ. 49-51, 68-69).

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

αναφορικά με τη συγγραφή... ευλόγως η χαρά


[...] πενήντα χρόνια ξεριζωμένη,
έχοντας βιώσει όλα τα δεινά τής νεότερης ιστορίας
αλλά και τής προσωπικής της ζωής χάνοντας όλους τούς αγαπημένους της,
νιώθει υπέρτατη χαρά, ευδαιμονία,
όταν λίγο πριν το τελευταίο τής αιωνιότητας το ταξίδι,
συναντά στο πρόσωπο τού Κυρίου
τον από βρέφος νεκρό γιό της.*

[...] αναφορικά με τη συγγραφή, μόνη η θέαση υπάρξεως και πραγματικότητας και η αναπαράστασή τους δεν επαρκεί, βεβαίως, ούτε για να δικαιώσει τον συγγραφέα. Πολλώ μάλλον αν η αναπαράσταση αφορά στη φρίκη χωρίς να συνοδεύεται από συμ-πάθεια, τρυφερότητα κυρίως όμως αν δεν ωθεί στην υπέρβαση, εν τέλει στη χαρά:

«[...] Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα; Να αναπαριστάνει το ανελέητο; Να συμπαρίσταται στην κάθε λογής φρίκη; Πρόκειται για ρεαλισμό ή για αναπαράσταση της ανημπόριας; Ο συγγραφέας σηκώνει τα χέρια ψηλά και σκορπώντας ρίγη τρόμου με τις φράσεις και τις εικόνες του δηλώνει, εξ ονόματος και πολλών άλλων, απαθής σαν τον Πιλάτο: "Ήμουνα μάρτυρας, τα είδα όλα αυτά, αλλά δεν έχω καμία σχέση". [...]» [«Η θάλασσα τής Αράλης», Εξόριστες φωνές, σελ. 65].

Η Κεσμέτη φαίνεται να υιοθετεί την άποψη τού Χέρμαν Έσσε για την αποστολή των ποιητών (κατ' επέκταση και των συγγραφέων, γενικότερα, θα συμπληρώσω) να είναι υπηρέτες, ιππότες και συνήγοροι της ψυχής.

Όπως και το συνακόλουθο χρέος τους, χωρίς να εξωραΐζουν την πραγματικότητα, χωρίς να αποκρύπτουν τούς κινδύνους που απειλούν την ψυχή τής ανθρωπότητας, να διατυπώνουν ευθαρσώς την πίστη τους στην αθανασία της [Ερωτήματα σε ανάλγητους καιρούς, σελ. 69-70].

Αν όμως ο ποιητής (και ο συγγραφέας) οφείλει να μην εξωραΐζει την πραγματικότητα, οφείλει επίσης να μην βυθίζεται αδρανής στον πόνο, μεμψιμοιρώντας και κλαυθμυρίζοντας· όπως χαρακτηριστικά ψιθυρίζει η σιωπή, η ευλογημένη ησυχία [...].

*

[...] ο συγγραφέας για την Κεσμέτη θα πρέπει να απαλλαγεί από κάθε ιδεατή, κατασκευασμένη -για τον εαυτό του- εικόνα, από την ανάγκη να αποδεικνύει διαρκώς ότι είναι κάτι καλύτερο, σπουδαιότερο, και να αποδεχθεί τον εαυτό του ως έχει.

Η αποδοχή τού εαυτού αποτελεί, γενικότερα, αναγκαία προϋπόθεση για να αισθανθεί ο άνθρωπος την εσώτερη χαρά, αυτή που θα τού επιτρέψει εξάλλου την εν αληθεία κοινωνία με τους άλλους, τον Θεό, το σύμπαν.

Και το αίτημα τής ενότητας, όμως, μέσα από την πολλαπλότητα,
στο οποίο διαρκώς επανέρχεται η Κεσμέτη,
δεν απηχούν σε κάποιο βαθμό τις απόψεις τού Πλωτίνου;
[...]
Ο Ιερώνυμος, ειδικότερα, κεντρική «μορφή»
στο διήγημα «Ζήτημα ζωής και θανάτου», [...]
Γίνεται ο ίδιος οδηγός στα έγκατα, τις ρίζες τής ύπαρξης,
όπου η γνήσια χαρά, η ευτυχία.
Σ' αυτή τη μυσταγωγία, παρόν και το ερωτικό στοιχείο,
υπό την Πλατωνική μάλλον, παρά την Νεοπλατωνική οπτική.*


Χριστίνα Καραντώνη, Νατάσα Κεσμέτη: Ευλόγως η χαρά (έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2022, σσ. 18, 19). - Το αρχικό motto εκ της ιδίας (ό.π., σ. 26, ένθα αναφορά στο διήγημα «Ο Κύριος των Ουρανών» από την πρώτη συλλογή διηγημάτων της Τα 7 τής Άρκτου, σελ. 79-86) και το ακροτελεύτειο ωσαύτως (ό.π., σ. 27).

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

η εκλογή της κατάλληλης λέξης


«Η Ποίηση προσφέρει έτοιμη την εξαγγελία στον φορέα της εκτός από την τελευταία προαίρεση. Το σχέδιο, το περιεχόμενο, το νόημα των στίχων, είναι όλα δοσμένα. Η μόνη ελευθερία του ποιητή -που δημιουργεί και τις προϋποθέσεις τής ευθύνης του- είναι η τελική επιλογή: η εκλογή της κατάλληλης λέξης, από τις τόσες που είναι ικανές να εκφράσουν ένα δεδομένο νόημα, και ο φορτισμός της με την ανάλογη συναισθηματική ένταση που θα δημιουργήσει την πραγματική της υπόσταση.

Η Ποίηση αδιαφορεί για τις προσωπικές πεποιθήσεις τού φορέα της· αδιαφορεί για τις εκφραστικές του ικανότητες.

Σπουδαιότατες εξαγγελίες κατάντησαν ανυπόφορα αναγνώσματα στα χέρια ανίκανων ποιητών· ασήμαντες αναγγελίες συναρπαστικά βιβλία, που διαβάζονται ασυλλόγιστα από εκατομμύρια ανθρώπους.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ενδιαφέρεται για την τύχη τους.

Η Ποίηση προχωρεί και τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει. Η δικαίωση των ανθρώπων εξαρτάται από αυτούς τούς ίδιους με την πιστή εκτέλεση των εξαγγελιών που τούς παραχωρεί».

*

Όμως ο Γιατράς δεν κατηγορούσε τον Έλιοτ για ποιητική ανικανότητα (το «Ερωτικό τραγούδι τoυ Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ» ήταν αρκετό για να τού διαλύσει κάθε τέτοια υποψία).

Τον κατηγορούσε για κάτι φοβερό. Τον κατηγορούσε για εσκεμμένη αποτυχία.

Η διαδικασία των συλλογισμών του ήταν κατά βάθος απλή: Ο Έλιοτ διαστρέβλωσε το νόημα της Έρημης Χώρας για την εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων προς την Ποίηση.

Από μεγαλειώδη εξαγγελία του θριάμβου της Ιστορίας την παραποίησε σε μια σειρά υστερικών χρησμολογιών, που επέβαλλαν την προσωπική του ηττοπάθεια σαν μιάν απρόσωπη και αντικειμενική απεικόνιση της πραγματικότητας.

Αυτός που δεν έπαυε να διακηρύττει πως η πρόοδος τού καλλιτέχνη είναι «μια διαρκής αυτοθυσία, μια διαρκής απόσβεση της προσωπικότητας», εργάστηκε όσο κανείς άλλος για την αποθέωση ενός άκρατου υποκειμενισμού.

Ο σκοπός του ήταν φανερός: από την μιά ν' αποτρέψει το λαό να επικοινωνήσει με το μήνυμα τής Ποίησης -δίνοντας ένα έργο σκοτεινό και δυσπρόσιτο- και από την άλλη να ενθαρρύνει την αυταρέσκεια σε μιά φούχτα διανοουμένων πως μόνο αυτοί έχουν απομείνει θεματοφύλακες ενός πολιτισμού, που βεβηλώνεται από τις ορδές των σύγχρονων βαρβάρων.

Το ότι οι άνθρωποι που μπορούν ν' αποκρυπτογραφήσουν τούς στίχους του είναι τόσο λίγοι, είναι αποτέλεσμα της πολιτιστικής κατάστασης που δημιουργεί το ίδιο το ποίημα και όχι εκείνης που υποτίθεται πως απεικονίζει.

Γράφοντας την Έρημη Χώρα, λέει ο Γιατράς, ο Έλιοτ έφτασε σ' ένα απροσδόκητο αδιέξοδο. Με το ποίημα αποφάσισε ν' αναπαραστήσει την πνευματική ερημία και τη στειρότητα των καιρών μας σε αντίθεση με το Μεσαίωνα, όπου η ιεραρχικά διαρθρωμένη κοινωνία και ο ανάλογος πολιτισμός της ύψωσαν μιάν υπέροχη μεταφυσική κλίμακα ώς τον ουρανό.

*

«Είναι αλήθεια πως ο ηθικός πολιτισμός πηγάζει από την εσώτερη ζωή της ψυχής, πως στη δημιουργία του λίγο συντελούν οι εξωτερικές επινοήσεις. Άλλο τόσο αλήθεια όμως είναι πως ουσία τής ανθρώπινης ψυχής είναι η ελευθερία τού ατόμου και η συνείδηση αυτής της ελευθερίας.

Ο άνθρωπος είναι ον δημιουργικό και αυτοτελειούμενο. Αν οι εξωτερικές αισθήσεις, και συνεπώς οι εμπειρίες του, είναι περιορισμένες στο δικό τους κύκλο, αν ο ατομικός χώρος είναι κλειστός και απρόσιτος για τον άλλο, τότε πώς κατορθώνει να επιβιώνει πνευματικά και να δημιουργεί;

Ένας τέτοιος ισχυρισμός μού φαίνεται διανοητική διαστροφή».

Νάσος Βαγενάς, «Πάτροκλος Γιατράς, ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας», εν Ηλίας Λάγιος, Η έρημη γή (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 1996, σ. 64: λογάκια φερόμενα μεν υπό Πατρόκλου Γιατρά, και σσ. 65-66, ενώ σ. 71: πάλι λογάκια φερόμενα μεν υπό Πατρόκλου Γιατρά).

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

σχεδόν ολονυχτίς, ή άλλως· όταν στην ύπαρξη αφήνεται το παλικάρι


Ήταν ωραία στα βουνά, θα σ' άρεζε.
Η νάρκη μου κουφή, σχεδόν ολονυχτίς,
μα κάθε μέρα παίρνω «Εστία».*

Την ανάσταση των νεκρών, και τη δόξα τους
ν' αντιλαλεί την οικουμένη.**

Ανύπαρκτη Χώρα, [60]
Μέσα στην γκρίζα πραγματικότητα μιας γεναριάτικης χαραυγής,
Παραίσθηση από ταφόπλακες σοβιέτ, τόσοι πολλοί,
Δεν τό 'χα συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να ξεκάνουμε τόσους πολλούς.
Γόοι επικοί για πάθια λυρικά,
Και κάρφωνες στου Παρθενώνα την ποδιά υγρά τα μάτια σου, θυμόσουν,
Κινούσαμε απ' τον Άγνωστο και φτάναμε στου Παπασπύρου·
Εκεί που λιάζονται οι ζιγκολό, απαντώντας
Με ήχο νεκρό στο στερνό κάλεσμα της οφειλής.
Εκεί είδα έναν που κάποτε περίσσια αγάπησα, και τον σταμάτησα ουρλιάζοντας: «Καργιόλη!
Συ που ήσουνα μαζί μου στο Twin, την ντισκοτέκ των Σπετσών! [70]
Το λείψανο που φύτρωσε είδωλο στον κήπο σου,
Είναι ομοαίματο αδέλφι σου; Πες μου, το πηδάς;
Ή μήπως τ' αφάνισε το φαρμάκι της αλήθειας;
Ώ, κράτα μακριά το Πάθος, τον ξεβρακώνει τον άνθρωπο,
Γιατί θα ξεράσει τη βρωμιά μας στον αέρα!
Σύ! Αθάνατος θεός άμβροτος, ουκέτι θνητός!»

(Στα πόδια της γρασίδι, στο κοχυλάκι αυτί της
σκουλαρίκι κρεμεζί)***

Ηλίας Λάγιος, Η έρημη γή (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 1996, σσ. 24-25). -Το απόσπασμα από το «Α΄ Η ταφή των νεκρών», ακροτελεύτεια στροφή και στ. 60-78, ενώ το πρώτο motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 22, στ. 17-18). Το δεύτερο motto εκ «Γ΄ Οι καιροί της φωτιάς» του ιδίου (ό.π., σ. 33, στ. 186). Κι η κατακλείδα εκ του ιδίου, αλλά από το «Β΄ Ένα παιχνίδι πρέφα» (ό.π., σ. 26, στ. 81). Στον τίτλο κι ο στ. 253, από το Γ΄, ένθα και οι στ. 292-299 (ό.π., σσ. 38-39) με το ξεπαρθένεμα της λογοδοσμένης κόρης.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

επόμενος ο χριστιανισμός


Ό,τι αθάνατο είναι να ζήσει στο τραγούδι,
στη ζωή πρέπει να χαθεί.*
[…] η χριστιανική τελετουργία της θείας κοινωνίας, κατά την οποία ο πιστός ενσωματώνει το αίμα και την σάρκα του Σωτήρα, αναπαράγει το περιεχόμενο του παλαιού τοτεμικού γεύματος, μολονότι βέβαια υπό την τρυφερή του έννοια, που εκφράζει την λατρεία του προς αυτόν, όχι υπό την επιθετική του σημασία.

Αλλά η αμφιθυμία που διέπει την σχέση προς τον πατέρα φάνηκε πολύ καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα του θρησκευτικού νεωτερισμού. Ενώ υποτίθεται ότι απέβλεπε στον εξευμενισμό του πατέρα-θεού, αυτός ο νεωτερισμός κατέληξε στον εκθρονισμό και στον παραμερισμό του.

Ο ιουδαϊσμός ήταν μια θρησκεία του πατέρα, ο χριστιανισμός έγινε μια θρησκεία του γιού. Ο παλαιός πατέρας-θεός υποχώρησε μπροστά στον Χριστό, και ο Χριστός, ο γιός, πήρε τη θέση του, ακριβώς όπως ποθούσε σε εκείνους τους πανάρχαιους χρόνους κάθε γιός.

Ο Παύλος, ο συνεχιστής του ιουδαϊσμού, έγινε και καταστροφέας του. Την επιτυχία του την οφείλει ασφαλώς κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι με την ιδέα της λύτρωσης ζωντάνευε την συνείδηση ενοχής που διακατείχε την ανθρωπότητα, παράλληλα όμως και στο γεγονός ότι εγκατέλειψε την ιδέα ότι ο λαός είναι περιούσιος και μαζί με αυτή το εξωτερικό σημάδι της, την περιτομή.

Έτσι η νέα θρησκεία είχε την δυνατότητα να γίνει οικουμενική, να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους. Ακόμη και αν σε αυτό το βήμα του Παύλου συνέβαλε η προσωπική του εκδικητικότητα λόγω της αντίστασης που συνάντησε η καινοτομία του σε εβραϊκούς κύκλους, με αυτό το βήμα αποκαταστάθηκε ένα χαρακτηριστικό της παλαιάς θρησκείας του Ατονού, καταργήθηκε ένας περιορισμός που αυτή είχε αποκτήσει με το πέρασμά της σε έναν νέο φορέα, τον εβραϊκό λαό.

Από πολλές απόψεις η νέα θρησκεία σήμαινε μια πολιτιστική επαναστροφή σε σχέση με την παλαιότερη, την εβραϊκή, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με την εισβολή ή την αποδοχή νέων ανθρώπινων μαζών χαμηλότερου επιπέδου.

Η χριστιανική θρησκεία δεν κράτησε το υψηλό επίπεδο πνευματικότητας στο οποίο είχε ανέλθει, ο ιουδαϊσμός. Δεν ήταν πια αυστηρά μονοθεϊστική, υιοθέτησε πολλές συμβολικές τελετουργίες από τους γειτονικούς λαούς, αποκατέστησε την μεγάλη μητρική θεότητα και βρήκε αρκετόν χώρο για πολλές θεϊκές μορφές του πολυθεϊσμού με διαφανή συγκάλυψη, μολονότι τούς έδωσε κατώτερες θέσεις.

Προπάντων δεν απέκλεισε, όπως η θρησκεία του Ατονού και η διάδοχός της, η μωσαϊκή, την είσοδο δεισιδαιμονιών, μαγικών και μυστικιστικών στοιχείων, τα οποία έμελλαν να αποτελέσουν σοβαρό εμπόδιο στην πνευματική εξέλιξη κατά τις δύο επόμενες χιλιετίες.

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 182-183). - Το motto στιχάκι του Schiller από το ποίημα Οι θεοί της Ελλάδας (ό.π., σ. 202).