Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2006

'!'


αντιλαβή


Τα σπλάχνα είναι πιό καυτά από τα δάκρυα.



Το βρήκα ξεφυλλίζοντας κάποιο από τα λογοτεχνίζοντα περιοδικά που κυκλοφορούν αυτόν τον καιρό στους πάγκους των βιβλιοπωλείων κι έμεινα να το κοιτώ έτσι όπως καρφωνόταν οξύ μέσα μου και μ' έκαιγε. Το απιθώνω εδώ κι όνειρα γλυκά γι' απόψε εύχομαι.


7 σχόλια:

greekgaylolita είπε...

Όντως έτσι είναι..
Όνειρα γλυκά

Ttallou είπε...

Καλημέρα.
Πολύ όμορφη κουβέντα.
Μήπως είναι από το αγαπημένο μου "Να ένα μήλο";

πολυβιος είπε...

nothing' s gonna change my world

Γεώργιος Χοιροβοσκός είπε...

Mα ο πόνος που γεννιέται στα σπλάχνα δεν γεννά τα δάκρυα.
Ο πεζός φίλος σας.

Ανώνυμος είπε...

Φίλε μου,
Η φράση που μας προσφέρατε, αν και αποφατική, διασθάνομαι ότι κρύβει νοσταλγία - πότε τα δάκρυα έπνιξαν τα σπλάχνα;
Γνώρισα κάποτε έναν ιερέα, που είχε παραιτηθεί του αξιώματος του, εξαιτίας μιας παράξενης εξομολόγησης και ενός θανάτου (επιφυλάσσομαι να σας διηγηθώ κάποτε αυτή την ιστορία).
Ο άνθρωπος αυτός ήταν διαλυμένος.
Μεθοκοπούσε.
Δεν ήλπιζε.
Ο ύπνος του ήταν εφιάλτες.
Τον συντρόφευσα μία νύχτα, επιχειρώντας, ματαίως, να καταπραϋνω τους φόβους του - "Κλάψε, γιατί δεν κλαίς ποτέ;" τον ρώτησα, ενώ του είχα μιλήσει για τη λύτρωση των δακρύων.
- Δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα σε μένα το κλάμα, ψιθύρισε ο Ιερέας. Ήμουν για χρόνια ένας ενδιάμεσος ανάμεσα στους ανθρώπους και στον πόνο τους. Τον έφερναν και τον εγκατέλιπαν στα χέρια μου. Κι' εγώ με τη σειρά μου τον μετέθετα σ' Εκείνον, πιστεύοντας πως δεν είχε σπλάχνα. Πως ήταν με, άλλα λόγια, μία άλλη μορφή του μηδενός. Τι διέφερα από ένα καλάθι των αχρήστων; Τα χέρια μου ήσαν άσπλαχνα, τα λόγια μου ήσαν άσπλαχνα. Ακόμα και η θλίψη μου δεν είχε στομάχι, δεν είχε άντερα, δεν είχε αίμα. Ήμουν ο αντίλαλος του κενού...

Μετά τιμής...η Κυρία

Νicola Beerman είπε...

oταν κυλαει το δακρυ του πονου
περναει το πηγουνι,σταζει πανω στο στερνο,
κι ειναι τοσο καυτο το δακρυ του πονου,
που ανοιγει τρυπα και χωνεται και γινεται ενα με τα καυτα μου σπλαχνα.

το θείο τραγί είπε...

ttallou, το ξέρω κι εγώ το "Να ένα μήλο", όμως δεν μπορώ να πώ με βεβαιότητα αν ήταν σ' αυτό ή σε άλλο περιοδικό που τον είδα τούτο το στίχο. Δε θυμάμαι σε ποιό ακριβώς απ' όλα αυτά τα εργοτάξια-περιοδικά το έπιασε το μάτι μου.

Πάντως απ' την μεριά μου, με το που έπεσε και καρφώθηκε η ματιά μου απάνω του, φαντάστηκα την ζέση των σπλάχνων ενός πραγματικά... ξεκοιλιασμένου, (σαν αυτούς της μικρασιατικής καταστροφής ή και της Χιροσίμα τα θύματα), να τρέχει βαστώντας τα σπλάχνα του και πιέζοντάς τα μές στην κοιλιακή του μοίρα, για να μην χυθούν στους δρόμους. Συγκρατώντας τα, λοιπόν, θα ένιωσε κάτι από το καυτό των δακρύων που πολλά κι εμείς χύνουμε. 'Ετσι το έδεσα.

Πολύβιε, κάποτε χρειαζόμαστε πέντ'έξι σκαμπίλια για να ξυπνήσουμε.

Φίλε Χοιροβόσκε, γι' αυτήν σου την πεζότητα είναι που έμεινες μεταξεταστέος, και σύ και οι κυρίες...

(Καλησπερίζω κι όσους νέους μεθύοντες και μή).

(Λολιτάκι, τά 'παμε)!