Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

ενός άλλου, ή ο φτωχός και πρίγκιπας


Το γύρισε σε βροχή. Μ' ένα κοσσυφάκι κάθομαι συντροφιά στο παραθύρι. Κάτι σα να θέλει να μού πεί. Στο δεύτερο τσίπουρο, σηκώνομαι και πάω. Πέταξε και το πουλί.


*


Μ' αρέσουν, τελικά, τα χρώματα του Μαντζαβίνου· ψυχρά πέρισυ, στην έκθεση για το Καλοκαίρι· θερμά φέτος, του νέου φτωχούλη [του Θεού], και κίτρινα. Κι η παραμικρή 'ατέλεια' στον χρωστήρα, ανεβάζει την αξία του τελάρου με τα έντονα χρώματα. Απλωμένα στον καμβά, μοιάζουν να σε τραβάνε από τα μαλλιά. Θέλουν να τα κοιτάς και τα κοιτώ. Στέκομαι και κοιτώ, επίμονα. Κρύβομαι πίσω από τα χωρίσματα και κοιτώ. Κάποτε καθρεφτίζομαι μέσα τους· σε κείνο το πρόσωπο που αμίλητο με κοιτά. Τότε αναβλύζουνε κλάιματα.



*


[τον είπες· καημοί]

Και κείνος δείχνει χαρούμενος. Πολύ χαρούμενος. Ανάμεσα στους φίλους του. Συναντηθήκαμε, που θά 'λεγε ο Θεόφιλος, και δώσαμε και τα χέρια. 'Ετσι το έλεγε· και δώσαμε και τα χέρια… 'Εμοιαζε με παιδί στο παιχνίδι του αφημένο και χαρά μεγάλη· σε παιδική, άγρια, τον είδα, χαρά και αεικίνητος. Και τον έχανα, όπως η μάνα το παιδί, πότε εδώ, πότε εκεί, τον παρέσερνε το παιχνίδι του, ανάμεσα στους ανθρώπους.

Το όνειρο του καραγκιόζη· η άμμος τ' ουρανού· τα παπούτσια πήρα, λύρα στην άμμο· και η σιωπή π' απλώνεται τη στιγμή αίφνης που τα πρόσωπα εγγίζουν, ζυγώνουν το ένα στο άλλο και σμίγουν καθώς γυρεύουν να πάρουν το φιλί.



-------
το δελτίο τύπου εδωδά. Το λεύκωμα επιτόπου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: