113. Λοιπόν οι Αμαζόνες το μεσημέρι έκαναν κάτι τέτοιο· διασκορπίζονταν κι η καθεμιά τους χωριστά ή δυό δυό απομακρύνονταν από τις άλλες, για να ξαλαφρώσουν με την άνεσή τους. Βλέποντας αυτό οι Σκύθες, έκαναν κι αυτοί το ίδιο. Κι ένας τους πέτυχε μιά τους ξεμοναχιασμένη κι άρχισε να τής βάζει χέρι, κι η Αμαζόνα δεν τον έκανε πέρα, αλλά τον άφησε να κάνει τη δουλειά του. Να τού μιλήσει βέβαια δεν μπορούσε (γιατί ο ένας δεν καταλάβαινε τη γλώσσα του άλλου), όμως τού έλεγε με χειρονομίες νά 'ρθει την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος και να φέρει μαζί του κι άλλον ένα, εννοώντας να γίνουν δυό οι νεαροί, κι αυτή θα φέρει κι άλλη μιά. Κι ο νεαρός, όταν γύρισε πίσω, διηγήθηκε αυτά στους υπόλοιπους, και την άλλη μέρα ήρθε στο γνωστό μέρος κι ετούτος που λέμε κι έφερε κι έναν άλλο, και βρήκε την Αμαζόνα να τον περιμένει μαζί με μιά άλλη. Κι όταν τά 'μαθαν αυτά οι υπόλοιποι νεαροί, με τη σειρά τους κορφολόγησαν τις υπόλοιπες Αμαζόνες.
Ηροδότου Ιστορίαι, IV 113, (μτφρ. Η. Σπυρόπουλου, έκδ. Γκοβόστη).