χορεύουνε τρελές οι τσιπαντρίλιες
στις σαμπούκες του μικρού τσιπαταριού
ροκίζουνε τα μέσα σου
τσι τρύπες του σαμπάκινου
πικρόξυνου χαρμού
κατατρόμαξες σαν πέρασες τις χτένες
στον αυλό του αγέρωχου ποδιού
σε περάσανε για ξαπλωτό σπαράκι
και μετέχωσες το όμορφο καρδί
τ' ατόφιου σπαρδακού
Γιάννης Σταματέλλος, από την συλλογή Δυό φλόγες μία (έκδ. Πλανόδιον, Αθήνα Δεκ. 2007) αναδημοσιεύτηκε στην ποιητική Ανθολογία των (δε)κάτων του 2007 (Ντίνος Σιώτης και οι συν αυτώ, σ. 156). Καλοκαιρινό και δροσάτο από τα θαλάσσια μπάνια. Ιούλιος γαρ.
1 σχόλιο:
Δεν μπορώ να μην σημειώσω το πάνυ παρακλητικό και κατανυκτικό θεοτοκίο εκ των καθισμάτων που ψάλλονται μετά την α' στιχολογία του ψαλτηρίου του όρθρου της Δευτέρας χθες, της εβδομάδος του πλαγίου του α' ήχου:
"Η θερμή προστασία και απροσμάχητος,
η ελπίς η βεβαία και ακαταίσχυντος,
τείχος και σκέπη και λιμήν των προστρεχόντων σοι,
αειπάρθενε Αγνή,
τον Υιόν σου και Θεόν,
ικέτευε
συν Αγγέλοις,
ειρήνην δούναι τω κόσμω,
και σωτηρίαν
και μέγα έλεος".
Κι ένα ακόμη κατανυκτικό τροπάριο που θυμίζει την έναρξη της μεγάλης εβδομάδας σημειώνω εδώ. Είναι κάθισμα μετά την β' στιχολογία του ίδιου όρθρου:
"Πάντες αγρυπνήσωμεν,
και Χριστώ υπαντήσωμεν,
μετά πλήθους ελαίου,
και λαμπάδων φαείνων,
όπως του νυμφώνος ένδον αξιωθώμεν∙
ο γαρ της θύρας έξω φθανόμενος,
άπρακτα τω θεώ κέκραγεν∙
Ελέησόν με".
Από τον κατανυκτικό κανόνα του ίδιου όρθρου διακρίνω ένα τροπάριο της πέμπτης ωδής:
"Νεώσωμεν την ψυχήν δι' εμμελείας,
και κατανύξεως όμβροις
αρδευθώμεν,
όπως βλαστήσωμεν μετανοίας στάχυν".
'Απαντα εκ της Παρακλητικής, ως είθισται τον τελευταίο καιρό. Ο ίδιος.
Δημοσίευση σχολίου