"υπ' όψη μου"
"Το έχω υπόψη μου και θάρθω,
το βράδυ μιας ημέρας απ' αυτές"
έτσι λένε τώρα καθως φαίνεται
το "Σε θέλω"
τ' άλλοτε "δίχως άλλο
θά 'ρθω οπωσδήποτε
ο κόσμος να χαλάσει, απόψε, θά 'ρθω"
"Το έχω υπ' όψη μου"
λες κι ο άλλος είναι δέμα
γράμμα με δυσανάγνωστη διεύθυνση
που κάποιος ταχυδρομικός
το βρήκε στ' ανεπίδοτα,
υπέθεσε πως ήτανε για σένα
και πράγματι -ω του θαύματος -
......................εσύ 'σουνα
σ' το μήνυσαν,
κι έχεις υπ' όψη σου μια μέρα
να 'ρθεις και να το πάρεις.
Βαβούρης, ο ποιητής των υποθετικών λόγων.
2 σχόλια:
Για δες κι αυτά τα δυο που σου παραθέτω.
Τόσο σαρκαστικός και τόσο τρυφερός...
1.
Σε χρόνο υπερσυντέλικο
Αισθήματα και πρόσωπα σε χρόνο υπερσυντέλικο
παρωχημένα ανέκαθεν
και τότε ακόμη που τα ενόμιζα ενεστώτα.
«Είχα ζητήσει» λόγου χάριν – να σε βρω
δεν σʼ είχα βρει
αν κι ισχυρίζεσαι πως πιο πολύ
μʼ είχες εσύ αναζητήσει,
γράφοντας γράμματα αναρίθμητα
θαμμένα τώρα
κάτω απʼ την κάθετη ψυχρή βροχή της Δοτικής:
Εν Λαμία –θυμάμαι–
Εν Αθήναις –θυμόσαστε–
τη δωδεκάτη πρώτου, έτους
έτους… ποίου;
Δεν είναι δυνατό να ξέρω πια,
πάντως, εκείνων των εντάφιων ημερών
παρωχημένα αισθήματα και πρόσωπα
σε χρόνο πάντα υπερσυντέλικο
και όταν ακόμη τα επίστευα ενεστώτα.
..................................
2.
Υποθετικοί λόγοι
Αγγελικό και μαύρο φως
Γ. Σεφέρης
Προς το παρόν
για ο, τιδήποτε άλλο, ούτε λόγος.
Εφʼ όσον –έστω– λίγα βήματα πιο πέρα
αν τολμήσεις
ο Αρριανός παραμονεύει ανύποπτος
κι αμέσως το συντακτικό μετά
με τους τεσσάρων –βασικά– ειδών υποθετικούς λόγους
που μάθαμε, αν δεν ξέραμε
ποιες και πόσες πιθανότητες «απόδοσης»
έχουν οι «υποθέσεις» τους.
Του «Πραγματικού» λόγου χάρη
που σʼ έσχατη ανάλυση είνʼ άσκοπο να το προϋποθέτεις
γιατί σημειωτέον,
πως όσες υποθέσεις κι αν επισωρεύσεις
η απόδοση είναι το πραγματικό.
«Αν υπάρχουνε βωμοί, υπάρχουν και θεοί»
(Τότε, δηλαδή, γιατί να το υποθέσεις;
Μόνο που ʼμπαινες συχνά στον πειρασμό να ρωτηθείς:
Υπάρχουν; Πού ʼναι τους λοιπόν;
Το αντίθετό του: το «Απραγματοποίητο»
έμενε και μένει απραγματοποίητο
παίζαμε με τις λέξεις και το λέγαμε
κι «αντίθετο προς την πραγματικότητα.»
Αλλά όπως και να το ʼλεγες
ποιο θα ʼταν τʼ όφελος να επαναλαμβάνεις;
«Ει μη φως είχομεν…»
Φως είχομεν
και φως όμως δεν είδομεν ποτέ·
(εκτός από το «μαύρο»
ξέρετε· το μαύρο και μονάχα αυτό).
Η απόδοσή του οριστική δυνητική.
Πιθανόν δυνητική,
μα οριστική; Καθόλου.
Αόριστη απολύτως, τουναντίον:
«όμοιοι τοις τυφλοίς αν ήμεν»
(Στα πιο πολλά οι πιο πολλοί από μας
δεν είμαστε όμοιοι τοις τυφλοίς;
γιατί λοιπόν «αν ήμεν»).
Μετά το «Προσδοκώμενο».
Ε, από προσδοκίες, τίποτʼ άλλο.
Εξ άλλου αυτές
είτε με οριστική ενεστώτα στην απόδοση
είτε με μέλλοντα
έχουνε καταντήσει –αν δεν ήταν από πάντα–
μια διαπίστωση
που «επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές»:
«Ην εγγύς έλθη θάνατος, ουδείς βούλεται θνήσκειν».
(Δηλαδή πεθαίνεις.
Θέλεις ή δε θέλεις – ποιος το θέλει; -
Πεθαίνεις τελικά).
Πρόκειται στην ουσία για το είδος
«της απλής σκέψης του λέγοντος»
που είναι απλή σκέψη του λέγοντος
είτε σπουδαία είτε ασήμαντη
σχήμα λόγου
προϋπόθεση του βρόντου
μʼ ευκτική δυνητική στην απόδοση.
Άντε τώρα, να ʼβρεις προκοπή
πήγαινε πιο πέρα
κέρδισε λίγο χώρο –αν είναι δυνατό–
μʼ επιχειρήματα ευκτικής δυνητικής.
Προς το παρόν λοιπόν
για οτιδήποτε άλλο
ούτε λόγος πια.
Μαγκώσαμε στο κόμμα της υπόθεσης
του Απραγματοποίητου.
Ούτε στην απόδοσή του καν δεν προχωρήσαμε
που όσο και να ʼναι
ανοίγει κάποιες προοπτικές.
Εκεί και μείναμε.
Στο μαύρο –ξέρετε– στο μαύρο,
μονάχα σʼ αυτό.
Σάς ευχαριστώ ανώνυμε. Το δεύτερο ποίημα είχα κι εγώ υπ' όψιν μου όταν εσημείωνα στο αρχικό post πως ο Βαβούρης ήταν κι ο ποιητής των υποθετικών λόγων. Υπάρχει πόνος και ευφυΐα (το συναμφότερον) στον στίχο του. Thanks, τα μάλα για την παράθεση. Ο ίδιος. Εις μνήμην του.
Δημοσίευση σχολίου