[...] στο τέλος της μέρας ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη ξαναβρίσκονται στο μεγάλο «σήμα», στο νυφικό κρεβάτι. Μιλούν. Στην αφήγησή του ο καθένας τους λαμβάνει υπόψη του τον χρόνο, έναν χρόνο που δεν υπάρχει πια αλλά που τον έχει ζήσει, και ο καθένας τους μιλάει σαν να ήταν ο άλλος. Είναι γεγονός πως μεταξύ τους υπάρχει όχι μόνο ένας ιδιαίτερος, προσωπικός τόνος, που δεν τον βρίσκουμε συχνά στα αρχαία κείμενα, μια θέληση να ανακτήσουν όλους τους χρόνους και να τούς υφάνουν μέσα στη γραφή, αλλά επίσης και μια [35] «ομοφροσύνη», εκείνη για την οποία μιλούσε ο γενναίος Οδυσσέας στην όμορφη Ναυσικά όταν τη συνάντησε στη χώρα των Φαιάκων: το πιο σημαντικό πράγμα ανάμεσα σε μια γυναίκα και στον σύζυγό της, και το οποίο εκείνος γνώρισε στο πρόσωπο της Πηνελόπης, είναι η συμφωνία, η σύμπνοια, ή η ταύτιση των πνευμάτων, του συστήματος αξιών τους, της εικόνας που έχουν για τη ζωή.
Είκοσι χρόνια αργότερα, παρότι τα χέρια είναι πια γερασμένα και τίποτα δεν είναι πια το ίδιο, η βαθιά συμφωνία αυτών των δύο ανθρώπων υπάρχει ακόμα, και το αφήγημα την υπογραμμίζει.
Στο τέλος της ιστορίας ο χρόνος της αρχής συναντάει τον χρόνο του τέλους. Πλαγιασμένοι καθώς είναι ο ένας πλάι στον άλλον, πριν αφεθούν στις ηδονές του έρωτα, λέει το κείμενο, η Αθηνά σταματάει το άρμα της Αυγής με σκοπό να παρατείνει λιγάκι τον χρόνο και να επιμηκύνει τη νύχτα.
'Ετσι, μέσα στην πληρότητα του έρωτα, ξανακερδίζοντας ο ένας τον άλλον, καθένας τους ξανακερδίζει τον εαυτό του. Τώρα που βλέπει τον εαυτό του μέσα στα μάτια της Πηνελόπης –επειδή ένας Ελληνας [36] ποτέ δεν κοιτιέται στον καθρέπτη-, ο Οδυσσέας ανακτά πλήρως την ταυτότητά του, ένα μέρος της νιότης του.
*
Εκεί έγκειται όλη η δύναμη της Οδύσσειας: οι χρόνοι των διαφόρων ασμάτων (του ποιητή, του Οδυσσέα, του Λαέρτη, ή του Δημόδοκου) αναμειγνύονται μεταξύ τους, χωρίς το τέλος του αφηγήματος να δίνει την αίσθηση ότι έχει ποτέ κοπεί το νήμα του χρόνου.
Αντίθετα, ο χρόνος ξαναβρίσκεται. Για τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη, στη νυφική κλίνη, και για μάς τους αναγνώστες, στην προσπάθειά μας να συλλάβουμε το πρόβλημα της ζωής, του θανάτου και της θέσης μας σε όλα αυτά.
Κατά κάποιον τρόπο το κείμενο μάς απαντά ότι δεν είμαστε τίποτε απολύτως, τίποτε παραπάνω από τα απλά φύλλα των δέντρων, «ούτινες».
Jean-Pierre Vernant, Η Οδύσσεια [2006] (μτφρ. Γ. Ζακοπούλου, έκδ. Πατάκης, Αθήνα 2013, σσ. 34-36).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου