Το μαντήλι (The Scarf)
Τυλιγόταν γύρω απ’ το κεφάλι και τον λαιμό της σαν
Φήμη πράγματος που δεν είχε κάνει
Γιατί, όταν η στιγμή ωρίμαζε, το αμελούσε
Ενώ θα μπορούσε συχνά να έχει κάνει, αν το ήθελε
Από πού για τ’ όνομα θεού, αναρωτιόμουν, ξεκινάει
Και πού μπορώ να φανταστώ το τέλος του;
Απόκρημνες ακτές μού χαμογελούσαν, δολιχωτά
Ποτάμια πλεγμένα το ένα στο άλλο τυλίγονταν
Και τυλίγονταν γύρω της σαν επιθυμίες να παινέψουν
Κάθε κίνηση του κορμιού της.
Όταν κινιόταν, το ίδιο έκαναν οι ακτές, τα ποτάμια,
Στριφογύριζαν μαζί της καθώς ο χειμωνιάτικος ήλιος έδινε
Έμφαση στα χρώματα που τρεμόπαιζαν στις ακτίνες του,
Γκριζόστικτες γραμμές του άσπρου, ντελίριο του μπλε.
Brendan Kennely, ποίημα από τα Νεανικά Ποιήματα (μτφρ. Σωκρ. Καμπουρόπουλος).
*
Ο δρόμος
Σκεπτόμενος και με τα χέρια στις πλάτες
Βαδίζω στην σιδηροδρομική γραμμή,
Ο πιο ευθύς δρόμος
Με θέληση.
Πίσω μου, με ταχύτητα,
Έρχεται ένα τραίνο
Το οποίον δεν άκουσε τίποτα για μένα.
Αυτό το τραίνο -μάρτυράς μου ο γερο-Ζήνων-
Δεν θα με προφτάσει ποτέ,
Διότι εγώ συχνά θα 'θελα μια προκαταβολή
Ενώπιον των πραγμάτων που δεν σκέφτομαι.
Ή ακόμη όταν, βιαίως
Θα περάσει πάνω μου,
Πάντοτε θα βρίσκει έναν άνθρωπο
Να προχωρεί μπροστά τουλάχιστον
Έμπλεο σκέψεων
Και με τα χέρια στις πλάτες
Όπως εμένα τώρα
Έμπροσθεν του μαύρου τέρατος
Το οποίον πλησιάζει με μια ταχύτητα τρομακτική
Με την οποία δεν θα με φτάσει
Ποτέ.
*
Πίνακες
[...]
Οι καμβάδες του Βαν Γκογκ είναι τρελοί,
Περιστρέφονται και σε χτυπούν στο κεφάλι,
Και πρέπει να κρατιέσαι καλά απ' αυτούς
Με τα δυό σου χέρια,
Γιατί είναι απορροφημένοι από μια δύναμη του φεγγαριού.
Δεν ξέρω γιατί ο Μπρύγκελ με κάνει να κλαίω,
Αυτός δεν ήταν γεροντότερος από εμένα,
Αλλά τον αποκάλεσαν γηραιό,
Γιατί σαν πέθανε τα γνώριζε όλα.
[...]
Marin Sorescu, ποίημα από τα Νεανικά Ποιήματα (μτφρ. Δημ. Κανελλόπουλος).
Δημοσιευμένα όλα στο περ. Οροπέδιο (τ. 15, Καλοκαίρι 2015, σσ. 540, 555-556 και 565-566, 562).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου