Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

αγκαλιάζουν τη φύση σου σαν κισσοί


Ωδή στην αδυναμία

Αδυναμία,
χειμώνα καλοκαίρι
επαιτείς μέσα σε διπλά μισοφόρια
και καναβίσιες κιλότες
πού αγκαλιάζουν τη φύση σου σαν κισσοί.
Σαν τα θύματα της μαλάριας
τρέμεις στην καυτή ανάσα του χαμσινιού
και γδύνεσαι μόνο για να παρθείς
μ' αυτούς που γκρεμίζουν τους φράχτες σου.
Τούς καταπίνεις μαζί με χάπια κινίνου.
Κολλάς πάνω τους όπως οι πεταλίδες στο βράχο.
Σμίγεις παράταιρα σαν τα σκυλιά κώλο με κώλο
ως να ξαγκιστρωθείς μ' ένα τίναγμα
αρπάζοντας τα ρούχα σου βιαστικά
για να χαθείς χωλαίνοντας με συνοδεία από βλαστήμιες.
Αδυναμία,
πόση αγιοσύνη θρέφει τη μαύρη σου αρρώστια;
πόσες κουτσές ηδονές στριμώχνονται στα μπαγκάζια σου;

με πόση απελπισιά ξεχνάς τη γόβα σου σε κάθε φευγιό
προσμένοντας κάποιον να γονατίσει μπροστά σου
και φορώντας σου το υπόδημα να σε χρίσει βασίλισσα.

Δημήτρης Νικηφόρου, «Ωδή στην αδυναμία».



*


Μάρτης 1999

[...] Να κλάψεις χωρίς να το ξέρει κανείς – δάκρυα.
Δάκρυα όπως σαντουιτσάκια αργοπορημένα λεωφορεία ακουμπισμένα στην κολόνα.
Φάτσες στην είσοδο του Νοσοκομείου η οδός Πορτουένσε καπνισμένη και μια γωνιά γεμάτη μυγάκια μπροστά από την κόλαση
Αχ (τι μακρύ μονοπάτι μέχρι να φτάσεις στο στήθος)
Η ανατολή υψώνεται γρήγορα στον ουρανό ανάμεσα στα κτίρια
Έμοιαζε με ένα πουλάκι χωρίς φτερά ένας απελπισμένος αητός
(κι εμείς ακίνητοι σε ένα σκαλάκι διαβάζουμε για τον Βιέρι και τον Ντι Μπιάτζο
Μέχρι που το μάρμαρο να παγώσει τον κώλο μας
Και ο ουρανός από μπλε σκούρος να γίνει φωτεινός.
Και τα περιστέρια να ανταλλάζουν τα πρώτα χάδια ποιός ξέρει από ποιό πόθο συνεπαρμένα.
Και ήταν ένας άντρας ή μία γυναίκα
Και μού λέει ότι το άπειρο είναι πέρα από τις στοές, αόρατο και βουβό
Όπως ένα κλειστό ψιλικατζίδικο.
Βότανα, γιασεμιά, μανόλιες, τριαντάφυλλα. Κοριέρε ντέλο Σπορ, όλα τα Στηθάκια
Ο αφαλός τα μάτια το άπειρο όλα.
Κι εγώ παραπατούσα σα χαλασμένο τραμ
Βρέχει κάτω από τις στοές του Χέλντερλιν του Ντε Σολ
Σίγουρα είναι Μάρτης κι εγώ σαν ηλίθιος φωνάζω το όνομά μου “Βιτόριο”
(θέλω να ξαπλώσω σε ένα πάγκο υγρό από ψάρια)
Προετοίμαζαν τη λαϊκή. Καθάριζαν. Και ένας εργάτης εξέπεμψε μια θαυμάσια πορδή και με κοίταξε (Ωραίος!)
Λαχανιάζει η καρδιά με ψίχουλα αλκοόλ και πριόνια του Ντε Πίζις.
(να πεθάνεις και γιατί στο καλό. Θα το ήθελε ο Αλλάχ. Πόσο θα το ήθελε)
Αχ στάμνα στάμνα αγγείο καμώμενο από θραύσματα ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα
Στάμνα της μυγδαλιάς και σκατά στάμνα του φιλιού της ανάμνησης του κερασιού
Όλα ήταν μια λανθασμένη στροφή στο μωσαϊκό
(αλλά να κάνεις λάθος στα 16 είναι δώρο θεού)
Και ύστερα τουλάχιστον αυτό από καρδιάς. Το να είμαστε μαλάκες.

Victor Cavallo, ποίημα από τη συλλογή Περίπατοι και φάρσες ενός ρωμαίου ποπολάρου (μτφρ. Αμ. Σαλαπάση).

Δημοσιευμένα και τα δυό στο περ. Οροπέδιο (τ. 15, Καλοκαίρι 2015, σσ. 504, 532-533).

Δεν υπάρχουν σχόλια: