Στο κελλί της Θεοτόκου εν τοις Κύροις αποσκεπασμένος, απόμερος μακροημέρευσε. Έργα της νύκτας, που ετάζει νεφρούς και καρδίας, τα ποιήματά του. Και, για να μη μείνει στην αιώνια μνήμη εν καιρώ μοναχός με τους μοναχούς και ψαλμωδός με τους καντηλανάφτες που μαζί των εμόναζε, έκρυβε στις ακροστοιχίδες των ύμνων του την ελάχιστη μνεία της ποιητικής του ταυτότητας: «Του ταπεινού Ρωμανού». Ο ταπεινός υπερυψούται τώρα στη συνείδησή μας. Γιατί ήταν ο ίδιος μια συνείδηση προικισμένη και συνάμα αενάως διαδραματιζόμενη στη σφαίρα του πιο επίκαιρου επιστητού. Και πάντα παλεύοντας εδώθε απ’ την εξαΰλωση, ένα σκεύος.
Έτσι, σαν ένα σκεύος εκλογής στάθηκε εν μέσω του καιρού του, διάνοια μοναχική: πομπός ενεργητικός, διαλεκτική άγρυπνη μεταξύ των πιο υψηλών ιδεών και των φορέων τους, των ανθρώπων. Και σαν καρδιά κοινόχρηστος: πεδίον όπου μέσα του παραμένει πάντα ανοιχτή η αυλαία του αιώνιου αλλά και καθημερινού θείου δράματος. Κι ενώ ο καιρός εκύρτωνε από δυσχερή και δυσχείρωτη συνάμα σοφία, αυτός σφηνώθηκε εκεί ανάμεσα στα πένθιμα εμβόλια (έτσι θα τα έλεγε ο Κάλβος) μπόλι ζωής. Φρέσκος, δροσερός ήχος, λαλιά νεόκοπη, κρωγμός και κλάμα ζωντανού στήθους. Οι σκέψεις του κι αυτές φωνήεντα, ακόμη και το όραμά του επιφώνημα.
Είναι η εφηβεία, η ψυχολογική στιγμή του μεσαιωνικού μας Ελληνισμού. Και χρειάστηκε να περάσει πολύς χειμάζων αιώνας, για να καρποφορήσει η άλλη, η πνευματική στιγμή. Αυτήν πια ευδόκησε τώρα να την κατορθώσει, ολόκληρη μες στη μυστική φώτιση, ένας άλλος, μεγάλος άγνωστος, που τ' όνομά του θα πρέπει κάποτε σοβαρά ν' απασχολήσει ως σπουδή και την ποίηση. Μετά τού Ρωμανού την αγωνία η χάρις τού Συμεών του νέου, του Θεολόγου. Αυτός, αιωνίως εγκάθειρκτος, εκείνος προ πολλού απόδημος τού σώματος.
Του Ρωμανού ο κόσμος παρέμεινε εγκόσμιος, κυριολεκτώντας ουσία και λόγω. Ο Συμεών ευδόκησε περιφραστικά, να τον αποθεώσει:
Μοναχός όστις αμιγής έστι κόσμω
και αενάως ομιλών θεώ μόνον.
Βλέπων βλέπεται, φιλών φιλείται
και γίνεται φως λαμπόμενος αρρήτως.
Δοξαζόμενος δοκεί πλέον πτωχεύειν
και προσοικειούμένος ως ξένος πέλει.
Ω ξένον πάντη θαύματος καί αφράστου,
δια πλούτον άπειρον υπάρχω πένης
και μηδέν έχειν δοκώ, πολύ κατέχων,
και λέγων διψώ δια πλήθος υδάτων.
Έρχονται τώρα, ας τούς φαντασθούμε εναλλάξ, δυο στάσεις, δυο χωριστοί άνθρωποι, προ του φρικτού θρόνου της Κρίσεως. Ο Ρωμανός στο κάτω πάτωμα, εδαφιαίος, ολόσωμος, γαντζωμένος επάνω στη σάρκα του (γαιώδες αλώνι δοκιμασίας) αγωνιστικός κι αγωνιώδης, τρομερός και μολαταύτα περίτρομος:
Όταν έλθης ο θεός
επί γης μετά δόξης
ποταμοί δε του πυρός
προ του βήματος έλκη
και βίβλοι διανοίγωνται
και τα κρυπτά δημοσιεύωνται,
τότε ρύσαί με
εκ του πυρός του ασβέστου
Κι ο Συμεών επάνω υπερίπταται όλος ψυχή, δορυφόρος των άνω δυνάμεων:
Η δε απαυγή της δόξης σου της θείας
φως απλούν ημίν, φως γλυκύ καθοράται,
φως πνευματικόν βλεπόμενον μακρόθεν,
φως εντός ημών ευρισκόμενον αίφνης,
φως ως ύδωρ βρύον, ως πυρ τε φλέγον
τής ήσπερ πάντων καθάψεται καρδίας.
Ο 10ος αιώνας έτσι συμπλήρωσε τον 6ον αιώνα Κι ένας κύκλος πολιτισμού ολοκληρώθηκε κι έκλεισε. Η μεσαιωνική μας ψυχή απ' το πάθος πέρασε κι ετελειώθη στην έκσταση.
Γιάννης Δάλλας, Υπερβατική συντεχνία [1958] (έκδ. Έρασμος, Αθήνα 2018, σσ. 85-88).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου