Θυμάμαι εδώ μια ιστορία που άκουσα στην Μελβούρνη. Ήταν, μού είπαν, 1974 στην Κύπρο, μετά την εισβολή και την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών: οι Τουρκοκύπριοι, στα κατεχόμενα, οι Ελληνοκύπριοι στο νότιο τμήμα, δυό όψεις της ίδιας προσφυγιάς.
Μερικές ώρες προτού φύγουν οι Τουρκοκύπριοι γείτονες της Σαλώμης έφεραν από το σπίτι τους όλα τα υπάρχοντά τους και τα έκρυψαν στο υπόγειο των Ελληνοκυπρίων φίλων τους.
Οι τελευταίοι τούς ξεπροβόδισαν, μέχρι που τα καμιόνια τούς μετέφεραν στο βορρά. Μήνες μετά, ένα γράμμα φτάνει από το Λονδίνο στην Κύπρο. Οι Τουρκοκύπριοι, που δεν μπορούσαν να ζήσουν στην στρατοκρατούμενη βόρεια Κύπρο, έφυγαν στην Αγγλία και με το γράμμα τους ζητούσαν από τους φίλους τους να πουλήσουν τα πράγματα του υπογείου και να τούς στείλουν τα χρήματα.
Οι Έλληνες πούλησαν στις καλύτερες τιμές τα πάντα, έστειλαν τα χρήματα στο Λονδίνο, χωρίς να κρατήσουν δραχμή για τον εαυτό τους. Οι Τουρκοκύπριοι έφυγαν στην Αυστραλία και από εκεί κάλεσαν τους φίλους τους για να ζήσουν και πάλι μαζί.
Τούς συνάντησα να τα πίνουν μαζί, όταν ο Τούρκος μού είπε δακρυσμένος: «μην πείς λέξη κακή για τους Έλληνες, τ' αδέλφια μου». Αδελφός, που σημαίνει από την ίδια μήτρα· πράγμα που έχουν ξεχάσει πολλοί διανοούμενοι μέσα στην αλαζονεία της άγνοιας που τούς χαρακτηρίζει.
Αναρωτιέμαι, τέλος, με αφορμή αυτήν την ιστορία, μήπως η διασπορά, η εξορία και η ξενιτεία επαναβεβαιώνουν την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στον συνάνθρωπο, ενώ οι πατρίδες ρίχνουν το άτομο στο λαβύρινθο μιας αγέλης, απ' όπου δεν μπορεί να εξέλθει παρά μόνον καταβροχθίζοντας τον διπλανό του.
Βρασίδας Καραλής, “Μεταξύ πόλεως και κόσμου (σκέψεις μέσα από την εμπειρία της διασποράς)”, εν Ερουρέμ (Περιοδικό ποικίλης ύλης, τ.1, Αθήνα, Μάϊος 1995, σ. 170-171).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου