Η Καθολική Εκκλησία στις αρχές των Μέσων Χρόνων δε ζητούσε από τη μουσική να είναι «ωραία», αλλά μάλλον το αντίθετο. Έργο της μουσικής τον καιρό εκείνο ήταν να μεταφέρει τους πιστούς σε κατάσταση εξευτελιστικής συντριβής και έσχατης ταπεινοφροσύνης, να τσακίζει κάθε ίχνος ατομικότητας και να τους συγχωνεύει σε μια υποτακτική ομάδα.
Βέβαια στον καθένα θυμίζουν τα ατομικά του αμαρτήματα, αλλά η μουσική τού επέτρεπε να βυθίζεται σε μια αίσθηση παγκόσμιας αμαρτίας και παγκόσμιου πόθου για σωτηρία. Το «περιεχόμενο» αυτής της μουσικής ήταν πάντοτε το ίδιο: είσαι ένα ανάξιο, απροστάτευτο, αμαρτωλό πλάσμα· ταυτίσου με τα πάθη του Χριστού και θα σωθείς.
Ο Χέγκελ έγραψε για το ρόλο της παλιάς εκκλησιαστικής μουσικής: «Στην παλιά εκκλησιαστική μουσική αν πάρουμε για παράδειγμα το crucifixus est, βρίσκουμε πως τα βαθιά νοήματα που αναπτύσσονται στην κεντρική ιδέα των Παθών των θεωρουμένων ως το μαρτύριο, ο θάνατος και ο ενταφιασμός του Χριστού, έχουν το καθένα ξεχωριστά συλληφθεί έτσι ώστε να μην εκφράζεται απλώς το προσωπικό σου αίσθημα συμπάθειας ή ατομικού πόνου για τα γεγονότα αυτά, αλλά μαζί μ' αυτό τα ίδια τα γεγονότα, ή με άλλα λόγια το βάθος της σημασίας τους αιτιολογείται από την αρμονία της μουσικής και τη μελωδική της πρόοδο. Είναι, βέβαια, αλήθεια πως ακόμη και εδώ η εντύπωση είναι εντύπωση που επενεργεί στη συγκίνηση των ακροατών της.
Δεν αντιλαμβανόμαστε απλώς τον πόνο του εσταυρωμένου, δεν αποκτάμε απλώς μια γενική ιδέα του: σκοπός είναι παντού να δοκιμάσουμε στα βάθη του είναι μας την ιδεατή ουσία αυτού του θανάτου και αυτό το θείο πάθος, ν' απορροφήσουμε με την καρδιά και την ψυχή την πραγματικότητά του, έτσι ώστε να γίνει, σα να λέμε, μέρος του εαυτού μας, διαπερνώντας ολόκληρη τη συνειδητή ζωή μας, αποκλείοντας κάθε τι άλλο».
Με άλλα λόγια, αυτή η πλούσια εκκλησιαστική μουσική δε γεννά ένα αόριστο αίσθημα που επιτρέπει πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς μέσα στο ατομικό μυαλό (όπως π.χ. η νεότερη συμφωνική μουσική)· το αντίθετο, επιβάλλει στον ακροατή μια ορισμένη αντίδραση που δεν ανέχεται υποκειμενικότητα.
Το «περιεχόμενο» της εκκλησιαστικής μουσικής αυτού του είδους καθορίζεται τότε από το κείμενο της λειτουργίας και τους συνειρμούς που γεννά αυτό το κείμενα -θεία πάθη, ανθρώπινη αμαρτωλότητα κλπ.
Έρνστ Φίσερ, Η αναγκαιότητα της τέχνης (μτφρ. Φ. Χατζηδάκη, έκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σσ. 223-224).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου