Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

σάρτορ ρεζάρτους


Σκουριά, σκόνη, καπνιά – φούμο στ' άρμενα, γλίτσα στην κουβέρτα.
Ήταν σαν να μετακόμιζα από παλάτι σε χαμόσπιτο.
Τετρακοσίων περίπου τόνων, είχε μια προϊστορική πόμπα, ξύλινα μάνταλα στις πόρτες,
πουθενά μπρούντζο, και η πρύμνη του ήταν μεγάλη, τετράγωνη.
Κάτω απ' το όνομα, με μεγάλα γράμματα, είχε γλυπτές διακοσμήσεις,
σπείρες και έλικες -κάποτε ήταν χρυσές- και κάτι σαν οικόσημο,
με το έμβλημα “Πράξε ή Πέθανε”.
Θυμάμαι πόσο εντυπωσιάστηκα. Είχε κάτι το ρομαντικό αυτή η προστακτική, κάτι το περιπετειώδες, που μ' έκανε να τ' αγαπήσω αμέσως το γέρικο σκαρί
- κάτι που συνάρπαζε τα νιάτα μου.*

Η κυρία Μπήρντ ήταν ηλικιωμένη, το πρόσωπό της γεμάτο ρυτίδες αλλά ροδοκόκκινο σαν το μαραγκιασμένο μήλο, το σώμα της κοριτσιού. Με είδε μια μέρα πουαβα ένα κουμπί κι επέμεινε να μαντάρει τα πουκάμισά μου. Καμία σχέση με τις γυναίκες των καπετάνιων που είχα γνωρίσει στα κλίπερ.

Όταν τής πήγα τα πουκάμισα μού λέει: “Κι οι κάλτσες; Θα θέλουν κι αυτές μαντάρισμα, είμαι σίγουρη. Και τού Τζων (του καπετάνιου) έτσι ήτανε, αλλά τώρα όλα είναι στην εντέλεια. Μετά χαράς μου να φανώ σε κάτι χρήσιμη”.

Καταϋποχρεώθηκα. Έκανε γενική επισκευή της γκαρνταρόμπας μου και στο μεταξύ εγώ διάβασα για πρώτη φορά το Σάρτορ Ρεζάρτους του Καρλάιλ και το Ταξίδι στη Χίβα του Μπάρναμπυ. Από το πρώτο δεν κατάλαβα και πολλά τότε, αλλά θυμάμαι ότι προτιμούσα τον στρατιωτικό από τον φιλόσοφο – πράγμα που το επιβεβαίωσε αργότερα η ζωή. Ο ένας ήταν πραγματικός άντρας, ο άλλος κάτι περισσότερο – ή λιγότερο. Τέλος πάντων, τώρα είναι κι οι δυό πεθαμένοι, και η κυρία Μπήρντ επίσης, και τα νιάτα, το σφρίγος, τα μεγάλα πνεύματα, τα μεγάλα έργα, οι απλοί άνθρωποι – όλα πεθαίνουν... Ας είναι.

Joseph Conrad, Τα νιάτα (μτφρ. Άρης Μπερλής, έκδ. Άγρα, Αθήνα 1999, σσ. 15-16). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 12).

Δεν υπάρχουν σχόλια: