Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

γιατί αλλιώς θα χανόμασταν


Κι όσο για μένα ήταν επίσης τα νιάτα μου που μ' έκαναν ανεκτικό.
Η Ανατολή ήταν μπροστά μου, η ζωή όλη, κι ακόμη η σκέψη ότι
δοκιμάστηκα σ' αυτό το καράβι και τα κατάφερα καλά.*

Και δουλεύαμε τις τρόμπες χωρίς να σηκώσουμε κεφάλι, και ο καιρός δεν έλεγε να κοπάσει. Η θάλασσα ήταν άσπρη, σαν σεντόνι από αφρό, σαν καζάνι με γάλα που βράζει. Δεν υπήρχε άνοιγμα στα σύννεφα, όχι, ούτε όσο μια παλάμη, ούτε για δέκα δευτερόλεπτα. Δεν υπήρχε ουρανός γα μάς, δεν υπήρχαν αστέρια, ήλιος, στερέωμα – τίποτα – μόνο τα θυμωμένα σύννεφα κι η μανιασμένη θάλασσα. Κι ολοένα τραβούσαμε νερό, όλες οι βάρδιες, γιατί αλλιώς θα χανόμασταν. Κι αυτό δεν είχε τέλος, κι ήταν σαν νά 'χαν περάσει μήνες, χρόνια, αιώνες, σαν νά 'μασταν νεκροί κι είχαμε πάει στην κόλαση και δουλεύαμε εκεί σαν ναύτες. Ξεχάσαμε τί μέρα ήταν, τί μήνας, τί χρονιά, ξεχάσαμε ότι κάποτε πατούσαμε στεριά. Τα άρμενα τα πήρε ο άνεμος, το σκάφος είχε γείρει στο ένα του πλευρό, με το μουσαμά από πάνω και τον ωκεανό να χύνεται πάνω του, κι εμείς αδιαφορούσαμε. Δουλεύαμε τις τρόμπες ανέκφραστοι, μ' ένα ηλίθιο βλέμμα. Ανεβαίναμε έρποντας στο κατάστρωμα κι αμέσως έφερνα βόλτα ένα σχοινί δένοντας μαζί τούς άντρες, τις αντλίες και το μεγάλο κατάρτι. Και πιάναμε τις τρόμπες και δουλεύαμε ακατάπαυστα, και το νερό μάς έφτανε ώς τη μέση, ώς το λαιμό, πάνω απ' τα κεφάλια μας. Νερό παντού. Ξεχάσαμε πως είναι η στέγνια.

Και κάπου μέσα μου ανάδευε η σκέψη: Διάβολε! Αυτή κι αν είναι περιπέτεια! Σαν κι αυτά που διαβάζουμε. Και είναι το πρώτο μου ταξίδι σαν δεύτερος αξιωματικός – και είμαι μόνο είκοσι χρονώ – και τα καταφέρνω τόσο καλά όσο κι οι άλλοι – και τους άντρες μου τούς κρατώ όρθιους. Ένιωθα ικανοποίηση. Δεν θα την άλλαζα αυτή την εμπειρία με τίποτα. Όταν το γέρικο, σμπαραλιασμένο σκαρί βουτούσε με την πλώρη κι η κουτάλα σηκωνόταν ψηλά στον αέρα, μού φαινόταν πως ξεστόμιζε σαν έκκληση, σαν πρόκληση, σαν κραυγή στα ανελέητα σύννεφα, τις λέξεις που ήταν γραμμένες στην πρύμνη: “Ιουδαία. Λονδίνο. Πράξε ή Πέθανε”.

Ά τα νιάτα! Η δύναμή τους, η πίστη τους, η φαντασία τους! Για μένα δεν ήταν ένα σαπιοκάραβο που γυρόφερνε τους ωκεανούς κουβαλώντας κάρβουνο. Ήταν η προσπάθεια, ο αγώνας, η δοκιμασία της ζωής. Το θυμάμαι, το γέρικο σκαρί με χαρά, με τρυφερότητα, με λύπη -όπως θυμάσαι τους πεθαμένους που αγαπούσες... Δεν θα το ξεχάσω ποτέ... Πιάσε την μπουκάλα.

*

Μάς φαντάζεστε, όλους μας εκεί πάνω, να μαζεύουμε τα πανιά ενός πλοίου καταδικασμένου να μη φτάσει πουθενά; Δεν υπήρχε κανείς που να μη σκεφτόταν ότι από στιγμή σε στιγμή τα κατάρτια θα τσάκιζαν. Από ψηλά δεν βλέπαμε το καράβι, λόγω του καπνού, και δουλεύαμε όλοι με προσοχή, δίνοντας ο ένας στον άλλον τους ζούρλους. “Στείλον!”, φώναζε ο Μαν από κάτω.

Καταλαβαίνετε; Δεν νομίζω να υπήρχε κανένας που να πίστευε ότι θα κατέβει ομαλά. Όταν τελικά πατήσαμε κάτω, τούς άκουσα να λένε μεταξύ τους: “Πάλι καλά...”

Joseph Conrad, Τα νιάτα (μτφρ. Άρης Μπερλής, έκδ. Άγρα, Αθήνα 1999, σσ. 24-26, 57-58). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 37).

Δεν υπάρχουν σχόλια: