Και το καράβι αρμένιζε στην αιθρία, πράξε ή πέθανε.
[...]
Όσον αφορά εμένα, ήμουν ευχαριστημένος και περήφανος,
σαν να συνέβαλα στη νίκη σε μια μεγάλη ναυμαχία.
Ά τα νιάτα! *
Ξέρετε τί μάς ζήτησε μετά; Λοιπόν, μάς είπε να σιάξουμε τις αντένες! Ατάραχος, χαμένος σε σκέψεις, επέμενε να μπρατσάρουμε την μπροστινή αντένα. “Ούτε ξέρω αν είναι κανένας ζωντανός!” είπε ο Μαν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. “Οπωσδήποτε θα υπάρχουν αρκετοί για να μπρατσάρουν την αντένα”, απάντησε ήρεμα.
Φαίνεται ότι ο παππούς ήταν στην κουκέτα του και κούρδιζε τα χρονόμετρα όταν έγινε η έκρηξη. Όπως μάς εξήγησε, υπέθεσε ότι το πλοίο χτύπησε σε κάτι κι έτρεξε στην καμπίνα. Εκεί διαπίστωσε ότι το τραπέζι είχε εξαφανιστεί. Καταλαβαίνετε ότι με το που άνοιξε το κατάστρωμα, το τραπέζι έπεσε κατευθείαν μέσα στον κολοβό. Και εκεί που παίρναμε το πρωινό μας λίγες ώρες πριν, είδε τώρα μόνο μια μεγάλη τρύπα.
*
Αυτό το ήσυχο ανθρωπάκι, ο καμπούρης και ο στραβοκάνης, ήταν φοβερός στην ακλόνητη εμμονή στο σκοπό του, στην παγερή αδιαφορία του για τον γενικό χαμό. Έδειξε προς τα μπρος, σε μια αποφασιστική χειρονομία, και πήγε να πιάσει το τιμόνι ο ίδιος.
Μάλιστα. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που κάναμε: μπρατσάραμε τις αντένες αυτού του ναυαγίου! Κανείς δεν σκοτώθηκε, ή έστω τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά όλοι μας είχαμε χτυπήσει λίγο-πολύ. Πού να μάς βλέπατε όμως!
*
Το κατάστρωμα ήταν μια ζούγκλα από σχισμένα σανίδια, αμέτρητα σανίδια, πελεκούδια, σχίζες. Τα κατάρτια πρόβαλλαν απ' αυτό το χάος σαν ψηλά δέντρα πάνω από χαμόκλαδα που έχουν θεριέψει. Και στα διάκενα αυτής της μάζας αργοσάλευε κάτι ασπριδερό, σαν λιπαρό πούσι. Ο καπνός της αόρατης φωτιάς άρχισε ξανά να ανεβαίνει, σερνόταν σαν πυκνό, δηλητηριώδες νέφος σε κοιλάδα που πνίγεται από τα ξερόκλαδα. Νωθρές τολύπες κατσάρωναν ανάμεσα στις σχίζες. Εδώ κι εκεί ένα ξύλο όρθιο έμοιαζε με στύλο. Ένα μεγάλο κομμάτι της σκαλμοδόκης, που τινάχτηκε ψηλά, είχε τρυπήσει το πρωραίο ιστίο, κι ο ουρανός έφτιαξε ένα υπέροχο γαλάζιο μπάλωμα στο ρυπαρό καραβόπανο. Μια μεγάλη τάβλα είχε πέσει κάθετα στην κουπαστή και το ένα της άκρο προεξείχε σαν σανιδόσκαλα που οδηγούσε στο κενό, στην άβυσσο, στο θάνατο – σαν να μάς προσκαλούσε να τη διαβούμε και να ξεμπερδεύουμε μια και καλή με τα γελοία μας βάσανα. Κι ακόμη ο αέρας, ο ουρανός, ένα φάντασμα, κάτι αόρατο καλούσε το πλοίο.
Joseph Conrad, Τα νιάτα (μτφρ. Άρης Μπερλής, έκδ. Άγρα, Αθήνα 1999, σσ. 49-50, 50-51, 52-53). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σσ. 42, 45).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου