Επειδή κανείς δεν ωνειροπόλει την αιφνιδίαν προσέγγισιν του Ιμπραΐμ εις την πρωτεύουσαν [Ναύπλιον], μέγα μέρος του σίτου και του αλεύρου του ανήκοντος εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ήτο εις τους μύλους της Λέρνης, και διά τούτο η διατήρησίς των κατέστη ζήτημα υψίστης σπουδαιότητος· αλλ' εφαίνετο όλως αδύνατον, διότι το χωρίον, καίτοι μέχρι τινός βαθμού προστατευόμενον από ένα βάλτον, ήτο ανοχύρωτον.
Ο Υψηλάντης, λησμονημένος εις ημέρας ευημερίας, και πάντοτε προέχων εις κρισίμους στιγμάς, επρόσφερεν οικειοθελώς τας υπηρεσίας του προς υπεράσπισιν των μύλων, και απήλθεν εκεί επί λέμβου [13 Ιουνίου 1825], συνοδευόμενος από τον Κωνσταντίνον Μαυρομιχάλην και τον Μακρυγιάννην. Κατώρθωσε να συναθροίση μόνον 227 στρατιώτας, τους οποίους έταξεν όπως ηδυνήθη εις τα κτίρια, και όπισθεν περιτειχισμάτων κήπων· ήντλησεν όμως ουσιώδη υποστήριξιν από ολίγα μίστικα [μικρά ιστιοφόρα] ωπλισμένα διά μικρών κανονιών, τα οποία εφύλαττον το πλάγι του.
Ο ναύαρχος δε-Ρινύ, όστις ήτο προσωρμισμένος εις τον κόλπον, εξήλθεν αυτοπροσώπως εις Λέρναν, όπως τον αποτρέψη από ό,τι εθεώρει ως πράξιν ανωφελώς παράτολμον· αλλ' ο Πρίγκιψ ψυχρώς απήντησε· «Πολύ καλά, Ναύαρχε, θ' αποθάνωμεν!».
Το απόγευμα οι Άραβες, επιτεθέντες εις τρείς φάλαγγας και επανειλημμένως προχωρήσαντες εντός ημιβολής [μισή βολή τουφεκιού (ως μονάδα μήκους)], απεκρούσθησαν από τα κανόνια και τα τουφέκια των Ελλήνων· τέλος μία ομάς τούτων εισώρμησεν εις τους κήπους, ότε ο Μακρυγιάννης, ελκύσας το ξίφος του και κράξας, «Συντρόφια! Τώρα είνε καιρός», επέπεσε μετά δύο ή τριών Φιλελλήνων και δωδεκάδος Ρουμελιωτών και Βουλγάρων, και τούς έτρεψεν εις φυγήν.
Κατά την διάρκειαν της συμπλοκής, λόχος εκ του τακτικού τάγματος και άλλαι επικουρίαι προσήλθον εις τους περί τον Υψηλάντην, ώστε η δύναμίς των ηυξήθη εις 900 άνδρας. Περί την δύσιν του ηλίου έπαυσε το πύρ, και οι Αιγύπτιοι εξηκολούθησαν την πορείαν των προς το Άργος, αφού έσχον από 50 έως 100 άνδρας εκτός μάχης.
Προς το μέρος των Χριστιανών, είς Φιλέλλην (Ελβετός ή Γερμανός) και τρείς ή τέσσαρες Έλληνες εφονεύθησαν, και ολίγοι επληγώθησαν, μεταξύ των δευτέρων ο Μακρυγιάννης, του οποίου η δεξιά χείρ εθραύθη από σφαίραν· ο Κύπριος στρατιώτης, όστις τόσον τολμηρώς είχε διακολυμβήσει προς τα αγγλικά πολεμικά πλοία εις το Νεόκαστρον [σ. 31], εφονεύθη ενταύθα.
Εάν ο Πασάς εγνώριζεν ότι αι αποθήκαι των επαναστατών ήσαν εις Λέρναν, έπρεπε να τούς πρσβάλη μετά πλείονος λύσσης, και όπως και αν έχη διέπραξε σφάλμα εκτεθείς εις ήτταν από τόσον υποδεεστέραν δύναμιν, ήτις διεσκέδασε την περί του αηττήτου του ιδέαν.
Το πειθαρχούν πεζικόν του, ελλιπές κατά την ζέσιν, όσον και κατά την σωματικήν ρώμην, δεν ήτο κατάλληλον δι' εφόδους· ακόμη και επί ομαλού εδάφους, αι επιτυχίαι του ωφείλοντο εις τον τρόμον, τον οποίον ενέσπειρε το μικρόν αλλ' εξαίρετον σώμα του ιππικού του και αι οβίδες των μυδροβόλων του.
Θωμάς Γόρδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (μτφρ. Αλ. Παπαδιαμάντης, έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, τ. Γ΄, σσ. 45-47).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου