Η ιστορία φτάνει ώς εδώ. Το καλοκαίρι του 1952 βρέθηκε νεκρός σε μια σπηλιά ο τελευταίος ένοπλος.
Είχε αφήσει ένα γράμμα στον αδελφό του που έλεγε: Όταν θα 'ρθούμε με λουλούδια στα ματωμένα χέρια μας.
Κεφάλαιο έβδομο. Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τι ήμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι απ' τα παράθυρα έμπαινε
δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φώς, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και
παράθυρα, καθρέφτες ώς τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ' άλογα κι η μέρα όπως ελόξευε
Ήρθε ο Σαρρής, ο Τσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Τορέγας, ο
Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο Χ και τό 'ξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε
κι άκουγες ωχ και τίποτ' άλλο. Κι ήρθανε
πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ελεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Κωνσταντόπουλος - σε τι εκκλησίες τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.
κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα
κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Κι ήρθανε
η Λίτσα κι η Φανή γλυκομηλιές
Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ώς τη Λάρισα
βαθύτερα ώς την Καστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα
Βαστώντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Μακρυσιώρης, ο Αλαφούζος, ο Ζερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, εφώναξα,
κοιτάξαμε.
Το φώς πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Τα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Τζεπέτης, ο Ζαφόγλου, ο Μαρκουτσάς,
στρωθήκαμε στο μπάγκο και
στην άκρη ο Κωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του.
Σιγά σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.
Σιγά σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.
[...]
Κώστας Βούλγαρης, Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο (έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001, σσ. 143, 145-148).