Η μελωδία ήρθε από μακριά, μαζί με το νυχτερινό αεράκι [...]. Η Εκάτη, καβάλα στο φεγγάρι της χάσης, ρίχνει πέπλους από ασήμι και ντροπή στα θεϊκά σμιξίματα· μήπως και κανείς ψαράς -ή άλλως θαλασσινός- πελαγωμένος για να ψαρέψη τους μαύρους ροφούς, τις ραβδωτές πέρκες, τις ασημένιες τσιπούρες, τα χρυσά λιθρίνια -και που η απόγεια υπερκόσμια πνοή τού 'σβησε το πυροφάνι- μήπως ιδεί κι αντικρίσει με τα φθαρτά, τ' ανθρώπινά του μάτια τους θεούς ν' αγαπιούνται.
*
- Λεν, πως οι Ρώσοι λογοτέχνες προσπάθησαν να πετύχουν κάτι τέτοιο. Μα ίσως δεν θά 'χης διαβάσει...
- Πώς, πώς! Έχω διαβάσει. Είναι σχετικά καινούργιος λαός αυτός. Βλέπεις, μόνο τα νήπια κι οι μελλοθάνατοι κρονόληροι μπορούν να δώσουν την αλήθεια δίχως την παραμορφωτική διάθλαση των λόγων. Κι εμείς είμαστε nell' mezzo del camin...
Είπε το λόγο του Ντάντε ίσως για να μού δείξη πόσο άτοπη ήταν η αμφιβολία μου για τη μόρφωσή του. Κάμωμα ολότελα παιδιάστικο. Χαμογέλασα. [...]
Μ. Καραγάτσης, "Ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι" στο: Χρυσός και Χρυσομηλιγγάτος. Δέκα αφηγήματα για τον Αλέξ. Παπαδιαμάντη (έκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σσ. 23-24, 30). Ο μεγ-Αλέξανδρος επισκέπτεται τον Μήτια Καραγάτση στον ύπνο του ποτέ, στην νήσο Σκίαθο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου