Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

για τους άδικους


613d-e: Και για τους άδικους, εξάλλου, θα πώ ότι πολλοί από αυτούς, ακόμη κι αν ξεφύγουν στη νεανική ηλικία τους, ωστόσο στο τέλος της διαδρομής τους πιάνονται και εξευτελίζονται· όταν γεράσουν, δυστυχισμένοι πια προπηλακίζονται από ξένους και ντόπιους, μαστιγώνονται και αυτά που χαρακτήριζες ότι είναι ωμά μιλώντας σωστά -έπειτα θα βασανιστούν και θα καούν [: είτα στρεβλώσονται και εκκαυθήσονται]- όλα εκείνα φαντάσου ότι τα έχεις ακούσει και από εμένα ότι τα παθαίνουν. Όμως πρόσεξε αν θα ανεχθείς ό,τι λέω. [...]

*

ο μύθος του Ηρός από την Παμφυλία

614b-e: Αυτός κάποτε σκοτώθηκε σε πόλεμο και, όταν τη δέκατη ημέρα συγκέντρωσαν τους σκοτωμένους [: ός ποτε εν πολέμω τελευτήσας, αναιρεθέντων δεκαταίων των νεκρών ήδη διεφθαρμένων], αυτός βρέθηκε άθικτος [: υγιής μεν ανηρέθη]· όταν μεταφέρθηκε στον τόπο του και ήταν να τον θάψουν, τη δωδέκατη ημέρα από το θάνατό του, εκεί που τον είχαν πάνω στην πυρά, ξαναζωντάνεψε και ξαναζωντανεμένος εξιστορούσε όσα είδε εκεί. [...]

[...] κάθονταν δικαστές, που όταν τέλειωναν μια δίκη, πρόσταζαν στους δίκαιους να προχωρήσουν προς τα δεξιά και πάνω προς τον ουρανό, αφού κρεμούσαν μπροστά τους σημάδια της απόφασης που έβγαλαν, και στους άδικους να προχωρήσουν προς τα αριστερά και προς τα κάτω με σημάδια που είχαν κρεμασμένα πίσω τους για όλα όσα έκαναν.

Όταν παρουσιάστηκε κι ο ίδιος στους δικαστές, τού είπαν ότι πρέπει να γίνει αγγελιαφόρος και να πεί στους ανθρώπους για όσα συνέβαιναν εκεί και τού έδιναν εντολή να ακούσει και να βλέπει όλα όσα γίνονται σ' εκείνον τον τόπο.

Έβλεπε λοιπόν εκεί στο καθένα από τα δύο χάσματα του ουρανού και της γής να φεύγουν οι ψυχές, αφού είχε τελειώσει η δίκη τους, και στα άλλα δυο έβλεπε άλλες ψυχές από το ένα να ανεβαίνουν φεύγοντας από τη γή λερωμένες και σκονισμένες και από το άλλο άλλες ψυχές να κατεβαίνουν από τον ουρανό καθαρές.

Οι ψυχές που έφθαναν κάθε φορά φαίνονταν ότι έρχονταν από δρόμο μακρινό, με ευχαρίστηση τραβούσαν προς το λιβάδι και, όπως σ' ένα πανηγύρι, κατασκήνωναν εκεί και όσες ήταν γνωστές χαιρετούσαν η μια την άλλη [: και ασπάζεσθαί τε αλλήλας όσαι γνώριμαι
[...]

615a-b: [...] Για όσες αδικίες έκανε ο καθένας, για όλα πλήρωσαν με την τιμωρία που έπρεπε, το δεκαπλάσιο για κάθε αδικία -αυτό σημαίνει για κάθε εκατό χρόνια, αφού αυτό είναι το διάστημα της ανθρώπινης ζωής-, για να είναι το τίμημα που κατέβαλαν δεκαπλάσιο από το αδίκημα. [...]

επ' ασπαλάθων

615e-616a: [...] Εκεί πια, είπε, άντρες αγριωποί σαν γλώσσες φωτιάς [: άγριοι, διάπυροι ιδείν], που στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό άλλους πιάνοντάς τους τούς τραβούσαν, αλλά τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους δένοντάς τα χέρια, τα πόδια και τα κεφάλια τους τούς έριξαν κάτω και τούς έγδαραν, έπειτα τούς τράβηξαν έξω από το δρόμο σέρνοντάς τους πάνω σε ασπάλαθους και σ' όσους περνούσαν από εκεί εξηγούσαν γιατί το έκαναν αυτό και ότι τούς πήγαιναν, για να τούς ρίξουν στον Τάρταρο [...].

Πλάτων, Πολιτεία (μτφρ. Θεοδ. Μαυρόπουλος, έκδ. Ζήτρος 2006 - Τα Νέα 2021, τ. Δ΄, σσ. 1478-1479, 1478-1481, 1482-1483, 1484-1485).

Δεν υπάρχουν σχόλια: