Ήταν μέτρια στο ανάστημα, μελαχρινή, μια ιδέα παχουλή, με γυαλιά. Δεν ήταν αυτή που κάποιος θα την έλεγε ωραία, διέθετε όμως μιαν απροσδιόριστη γοητεία και όταν περπατούσε πάνω-κάτω στο αναγνωστήριο ή ανέβαινε στη σκάλα για να κατεβάσει κάποιο βιβλίο το έκανε με αίσθημα βεβαιότητας, επιβολής και κυριαρχίας.
Το σημαντικότερο όμως ήταν άλλο. Η κοπέλα εκείνη άστραφτε από καθαριότητα. Το ένιωθες. Μοσκοβολούσε σαπούνι. Και αν τύχαινε και περνούσε κοντά σου αισθανόσουν την αδιόρατη κολόνια που φορούσε, ωσάν απαλό ανεπαίσθητο άρωμα μήλου.
Είχε επιβληθεί επάνω μου από τη στιγμή που άρχισα να μελετώ τους ποιητές της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής. Συνέχισε να μού επιβάλλεται και με τους πεζογράφους της Γενιάς του 1880. Στο αιρετικό Ταξίδι του Ψυχάρη είχα πια παραδοθεί.
Την ημέρα λοιπόν εκείνη, απορροφημένος καθώς ήμουν στη μελέτη μου, δεν αντιλήφθηκα πως η ώρα ήταν κιόλας περασμένη και πως οι μόνοι που βρίσκονταν στο κακοφωτισμένο σπουδαστήριο ήμουν εγώ και η βοηθός. [...]
Από το διήγημα, Τελχίνες Σήτες Βίβλων
*
[...] Η Όλγα μίλησε τότε και ο κύριος Χάρης ένιωσε μιαν ανεπαίσθητη αλλαγή στον τόνο της φωνής της. Νομίζω πως μού μιλά με κάποια επιβολή, σκέφτηκε αλλά δεν είχε χρόνο να σκεφθεί περισσότερα. Μπορείς τώρα να σηκωθείς, Χάρη, τού είπε, μιλώντας του στον ενικό. Μπορείς τώρα, αν θέλεις, να σηκώθεις και να περπατήσεις ώς το δρόμο. Με κλειστά μάτια. [...]
[...] τί σε νοιάζει αν είναι σκοτάδι ή όχι; Γιατί δεν δοκιμάζεις απόψε κάτι διαφορετικό; Δεν έχει ενδιαφέρον να περπατάμε κάθε βράδυ τον ίδιο δρόμο. Εκείνος ρώτησε: Τί διαφορετικό; Διαφορετικό, είπε η Όλγα. Άλλαξε δρόμο. Δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω. Καλό δρόμο, κακό δρόμο. Όπου θες. Κλείσε τα μάτια σου και άφησε να σε οδηγήσουν τα μικρά σήματα του εγκεφάλου σου.
Ο κύριος Χάρης αισθάνεται πως όλη η τάξη και η πειθαρχία μιάς ζωής έχουν χαθεί. Νιώθει την αναπνοή της Όλγας δίπλα του. Μυρίζει το σκοτεινό άρωμα και αισθάνεται ναρκωμένος. Ίσως να φταίει και το κρασί. Έχει κλείσει τα μάτια του και προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ εδώ πέρα. Δεν βλέπω τίποτε μέσα στα πυκνά πεύκα. Η Όλγα φυσά τον καπνό μπροστά της. Γιατί δεν ανεβαίνεις σε ένα πεύκο; λέει. Μπορείς να ανέβεις σε ένα πεύκο. Από κεί θα δείς καλύτερα. [...]
Από το διήγημα, Νυχτερινές πτήσεις του κυρίου Χάρη
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Τρία απρόσεκτα διηγήματα (έκδ. Άγρα, Αθήνα 2012, σσ. 50-51, 80, 88-89). -Το δεύτερο διήγημα με μια δόση ισχυρού υπαινιγμού συμβάντων εκ των Βακχών, φυσικά!