Να πάρουν τον έρωτα στα σοβαρά, να τον αντέξουν, και να τον μάθουν όπως μαθαίνουμε ένα επάγγελμα – αυτό πρέπει να κάνουν οι νέοι. Οι άνθρωποι έχουν παρεξηγήσει, όπως τόσα άλλα πράγματα, τη θέση του έρωτα στη ζωή. 'Εκαναν τον έρωτα παιχνίδι και διασκέδαση, πιστεύοντας ότι τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις προσφέρουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ' τη δουλειά. Τίποτε όμως δεν μάς δίνει μεγαλύτερη χαρά και ευτυχία απ' τη δουλειά. Και ο έρωτας, ακριβώς επειδή είναι η πιο ακραία μορφή χαράς και ευτυχίας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δουλειά. 'Οποιος αγαπά λοιπόν πρέπει να προσπαθεί να φέρεται σαν να 'χε να φέρει εις πέρας ένα πολύ σπουδαίο καθήκον: πρέπει να περνά πολλή ώρα μοναχός, να εμβαθύνει στον εαυτό του, να συγκεντρώνεται και να συγκρατείται· πρέπει να δουλεύει: πρέπει να γίνει κάποιος!
Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε
(ανθολόγηση Ulrich Baer, Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή. Η σοφία του Ρίλκε, μτφρ. Α. Νικλακοπούλου, έκδ. Πατάκης, Αθήνα 2009, σσ. 367-368).
Εραστές πλέον εμείς, διασταυρώνουμε τις αμοιβαίες και σεβαστές σάρκες μας. Χωρίς σύγχυση ή ανακάτωμα, καθώς μένουν ανάγωγες η μία στην άλλη, πολύ περισσότερο αφού προκύπτουν από τις αντίστοιχες αισθήσεις τους και η καθεμιά τους δίνει αυτό που δεν έχει στην άλλη. Αλλά και χωρίς αποχωρισμό ή διαίρεση, αφού δοκιμάζουν την ίδια ερωτική ολοκλήρωση, και αφού ο καθένας βλέπει στο άλλο εν δόξη πρόσωπο την ίδια (αυτο)συναίσθηση (αυτο)συναίσθησης. Τα δύο βλέμματα, σαρκικά στο εξής, γίνονται με την ίδια χειρονομία εμμενή και υπερβατικά το ένα στο άλλο. Ανακαλύπτοντας ότι είναι πιο εσωτερικός σε μένα από τον εαυτό μου τον ίδιο, ο άλλος εξυψώνεται όσο ποτέ. Τεθλασμένη ένωση (ανάμεσα σε δύο ανάγωγες σάρκες) μένει αμεσολάβητη (μια μοναδική διασταύρωση, όπου η κάθε σάρκα λαμβάνει τον εαυτό της από την άλλη).
Μπορώ λοιπόν νομίμως να συμπεράνω ότι χαίρομαι τον άλλο, αντί απλώς να τον χρησιμοποιώ. Γιατί, αυστηρά μιλώντας, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω παρά ένα πράγμα και προς το συμφέρον μου, ενώ εδώ ενώνομαι με έναν άλλο γι’ αυτό που είναι, στο μέτρο που η σάρκα του δεν ανήκει πλέον στον κόσμο των πραγμάτων. Ενώνομαι μαζί του γι’ αυτό που είναι ο ίδιος, αφού κολλάω πάνω του, για να του δώσω τη σάρκα του· δική του πράγματι, αφού δεν την έχω· ούτε την κάνω δική μου, αφού στην πραγματικότητα δεν θα είχα καμία σάρκα, εγώ, αν δεν μου την έδινε εκείνος. Ενώνομαι πράγματι με τη σάρκα του για χάρη του – για να τη λάβει. Επομένως τον απολαμβάνω. Με άλλα λόγια, δεν απολαμβάνω τη δική μου ηδονή, αλλά τη δική του· και αν, παρ’ ελπίδα (πράγμα καθόλου υποχρεωτικό) φτάνω επίσης σε οργασμό, η ευχαρίστησή μου αναβλύζει απλώς από τη δική του, σαν επιστροφή της· αν απολάμβανα χωρίς την απόλαυσή του, απλώς δεν θα απολάμβανα, αλλά θα τον χρησιμοποιούσα πάλι. Μια εκτόνωση και ένας σπασμός δεν κάνουν από μόνα τους την απόλαυση του οργασμού, ακόμα κι αν συμβαίνει να συνοδεύουν μια ευχαρίστηση. Χρειάζονται απείρως περισσότερα από μια ευχαρίστηση, ακόμα και πολλαπλασιασμένη και βίαιη, για να απολαύσει κανείς έναν οργασμό. Χρειάζεται η διασταύρωση των σαρκών.
Jean-Luc Marion, Το ερωτικό φαινόμενο (μτφρ. Χρ. Μαρσελλος, έκδ. Πόλις, Αθήνα 2008, σσ. 242-243).στην αναρχική μου φίλη την μοναχική εν ερημίαις ελληνίδα
αφιερωμένο εξαιρετικά
και σε κάθε έναν που διασταυρώνεται με την σάρκα* ενός άλλου καθημερινά. Λάβετε φάγετε. Τούτο εστί το σώμα μου. Ο ίδιος. ------* Γιατί από την σάρκα πηγάζουνε όλα.
Η υποψία πηγαίνει ακόμη μακρύτερα. Γιατί, αν ο οργασμός, αυτό το σβησμένο φαινόμενο, δεν δείχνει τίποτε, δεν αφήνει καμιά μνήμη και δεν αφήνει τίποτε που να πρέπει να ειπωθεί, πώς θα μπορούσε να μού δώσει πρόσβαση στον άλλο προσωπικά; Ο ίδιος οργασμός, πάντα χωρίς περιεχόμενο που να μπορεί να γίνει ρητό, μπορεί να ταιριάξει κατ’ αρχήν με κάθε δυνατό πρόσωπο, αφού δεν φανερώνει κανένα ιδιαίτερα. Απερίγραπτη και στιγμιαία, η απόλαυση μένει αφηρημένη, επομένως ανώνυμη· δεν αφορά ως τέτοια κανέναν ειδικό. Αυτό τον απρόσωπο χαρακτήρα, δύο επιχειρήματα τον επιβεβαιώνουν, υπό μορφήν ερωτήσεων, αποτρόπαιων εξάλλου. Πρώτα πρώτα, ο άλλος απολαμβάνει άραγε συγχρόνως με μένα, και με την ηδονή; Ξέρω πολύ καλά ότι η δική μου ερωτικοποίηση από μόνη της δεν θα μού μάθει ποτέ τίποτε γι’ αυτό, και ότι θα πρέπει να αρκεστώ στο λόγο μου για τη δική του, η οποία στηρίζεται, εντέλει, στον όρκο· επομένως, αν θέλω να εκτιμήσω την απόλαυση του άλλου, υποχρεώνομαι σε μια υπέρβαση της ερωτικοποίησης. 'Επειτα, αν υποθέσουμε ότι μοιραζόμαστε πραγματικά τον ίδιο οργασμό, αυτό αρκεί άραγε να μάς ανοίξει μια πρόσβαση του ενός στον άλλο; Αν ο λόγος του δεν το επιβεβαιώνει, αν ο δικός μου δεν το ομολογεί, η ερωτικοποίηση από μόνη της δεν μπορεί να κάνει τίποτε· και ακόμα και οι δυο διασταυρωμένοι λόγοι μας δεν θα μπορέσουν να κάνουν τίποτε, αν δεν επικυρώνουν τον όρκο, που αποδεικνύεται έτσι πιο πρωταρχικός από την ερωτικοποίηση. Η εποπτεία της ερωτικοποίησης επιτρέπει μεν στις σάρκες μας να διασταυρωθούν, δεν μάς επιτρέπει όμως και να συναντηθούμε προσωπικά [en personne] – κάτι τέτοιο απαιτεί τουλάχιστον την κοινοποίηση του όρκου. Επομένως κανείς από τους δύο δεν απολαμβάνει προσωπικά, ούτε κανένας άλλος απολαμβάνει τον άλλο προσωπικά. Το διαγεγραμμένο φαινόμενο δεν φτάνει ώς εκεί: ανάμεσα στην ερωτικοποιημένη σάρκα και το πρόσωπο, η απόσταση παραμένει.
Jean-Luc Marion, Το ερωτικό φαινόμενο (μτφρ. Χρ. Μαρσελλος, έκδ. Πόλις, Αθήνα 2008, σσ. 288-289).
Μιλάμε για να μην πούμε τίποτε απολύτως, αλλά όχι επί ματαίω: δεν υπάρχει εδώ καμιά αποτυχία, καμιά σιωπή, καμιά μοναξιά, αφού μιλάμε για να μας ερεθίσουμε – για να δώσουμε ο ένας στον άλλο τη σάρκα που δεν έχουμε.
[...]
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ερωτική γλώσσα όχι μόνο μιλάει για να μη λέει τίποτε, αλλά συνήθως λέει οτιδήποτε. Ο εραστής απευθύνεται απευθείας στον εραστή με την πρόθεση να τον ερεθίσει και να λάβει από αυτόν την ίδια του τη σάρκα·
[...]
'Ενας έρωτας ξεκινά όταν ο καθένας μιλάει στον άλλο για τον άλλο και μόνο, και για τίποτε άλλο· και τελειώνει όταν αισθανόμαστε την ανάγκη να μιλήσουμε για κάτι άλλο, άλλο από τον άλλο – εν ολίγοις να κάνουμε κουβέντα.
Jean-Luc Marion, Το ερωτικό φαινόμενο (μτφρ. Χρ. Μαρσελλος, έκδ. Πόλις, Αθήνα 2008, σσ. 277, 279).
[...] 'Οσα κάνει στο πέρασμα της μέρας είναι πιο ασήμαντα ακόμη και από την αποκατάσταση της σκάλας. Ποτέ δεν αναλαμβάνει την επιδιόρθωση, σαν να ελπίζει κάθε στιγμή ότι κάποια από τις πράξεις του θα αποδειχτεί επιτέλους σημαντικότερη. Συνήθως χαϊδεύει το πέος του και νομίζει πως όταν αυτό μεγαλώνει εκείνος πετυχαίνει κάτι σημαντικότερο απ' ό,τι θα πετύχαινε αν εργαζόταν για τη σκάλα. [...]
Αριστείδης Αντονάς, Η τραγουδίστρια και η πολυθρόνα (από το πρώτο κεφάλαιο, έκδ. 'Αγρα, Αθήνα 2009, σσ. 15-16).