Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

η αρχαιοελληνική εκδοχή της ιστορίας


λέει πως δεν ξέρει από το φόβο του θανάτου του έρωτα
λέει πως έχει φόβο του θανάτου του έρωτα
λέει πως ο θάνατος είναι φόβος είναι έρωτας
λέει πως δεν ξέρει.

στη Λόρε Μπαταγιόν *


Στους προοιμιακούς στίχους της Οδύσσειας, οι οποίοι θα πρέπει να θεωρηθούν ως «προγραμματικοί» και, συνάμα, «επεξηγηματικοί» της επικείμενης «μνηστηροφονίας», ο Όμηρος, διά στόματος του Διός, συνοψίζει, θα λέγαμε, με τρόπο καίριο, την ελληνική εκδοχή για ό,τι σήμερα είναι δυνατόν να ονομασθεί «ιστορία» ή, απλώς «ιστορική περιπέτεια».

Μαθαίνουμε εκεί πως δεν πρέπει οι άνθρωποι να μέμφονται τους θεούς για τα κακά που τούς τυχαίνουν, γιατί αυτοί οι ίδιοι, με τις πέρα από το καθορισμένο «μέτρον» πράξεις τους (“σφετέρησιν ατασθαλίησιν” λέγει ο Όμηρος), πέρα από αυτό που τούς είναι διορισμένο ή μοιρασμένο (“υπέρ μόρον” το ονομάζει αυτό ο ποιητής) συμφορές παθαίνουν.

Τον λόγο αυτόν τον επεξηγεί ο Ζευς με το παράδειγμα του Αίγισθου, ο οποίος, μόλο που γνώριζε από τα πριν πως θα αφανιστεί αν έτσι πράξει, “ειδώς αιπύν όλεθρον”, πήρε για ταίρι του τη γυναίκα ενός άλλου, του Αγαμέμνονα, τον οποίο και σκότωσε όταν γύρισε πίσω στην πατρίδα. Όλα αυτά που “υπέρ μόρον” έπραξε ο Αίγισθος επανορθώθηκαν, με τίμημα τον αφανισμό του, όταν ήλθε το «πλήρωμα του χρόνου» - όταν, δηλαδή, ο Ορέστης, του Αγαμέμνονα ο γιος, έγινε έφηβος και πόθησε να φθάσει στη γενέθλια γη του.

Νίκος Γιανναδάκης, Δύο εκδοχές της Ιστορίας (έκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σσ. 13-14).

-----
* Στο motto στίχοι εκ της Αλεχάντρα Πισαρνίκ, Δέντρο της Αρτέμιδος (μτφρ. Βασ. Λαλιώτης, έκδ. Bibliotheque, Αθήνα 2017, σ. 36). Είναι κρίμα να λογίζεται συλλεκτική έκδοση και να βρίθει τυπογραφικών αβλεψιών και λαθών. Ο ίδιος.

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

υπάρχει ένα ρεύμα αρχαιοπληξίας...


β) Υπάρχει ένα ρεύμα αρχαιοπληξίας -που μάλιστα αφορά αρκετά την νεολαία- μέσα από το οποίο προωθείται η αντίληψη περί «κάθαρσης» της ελληνικής παράδοσης από κάθε τι χριστιανικό για να επανέλθουμε στην καθαρότητα της αρχαιοελληνικής διανοίας, θρησκείας και, γιατί όχι, φυλής.

Θα αρκούσε, για να αντικρούσει κανείς την δεύτερη αυτή περίπτωση, μόνη η αναφορά στον Ηράκλειτο και τον Σωκράτη, που καταγγέλλουν την επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή το επίπεδο της αντίληψης που είχαν για τους θεούς, ως ανάρμοστο και απαιτούν υψηλότερη αντίληψη του θείου.

Για να καταλλάβουμε τί εστί Ηράκλειτος και τί Σωκράτης θα πρέπει να βγάλουμε από τον νού μας την εικόνα του φιλόσοφου-καθηγητή (σε Πανεπιστήμιο ή αλλού), που γυρίζει φορτωμένος βιβλία ή αφηρημένος στοχάζεται ολημερίς.

Οι άνθρωποι αυτοί άγγιξαν ή καλύτερα αγγίχτηκαν από το «αόρατο» και ως τέτοιους θα πρέπει να τους λογαριάσουμε. [...]

Σωτήρης Γουνελάς, “Σημείωμα του επιμελητή”, στο: Νίκου Γιανναδάκη, Δύο εκδοχές της Ιστορίας (έκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σσ. 9-10).

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

χωρίς να παραιτούνται των ελπίδων της χαρμολύπης...


Και ευθέως αυτή τη ώρα πάντες οι εκείσε αναστάντες, αγροικικώς, ως είχον
[=χωριάτικα, όπως ήξεραν], μέγα επεφώνουν, επί χείρας έχοντες
και το εκείσε τιμαλφέστατον του οσίου απεικόνισμα,
το Κύριε ελέησον, και αυτόν δη τον άγιον
επεβοώντο εις άμυναν.*

[...] Καθόταν συντροφιά με τους μοναχούς του Ιερού Κοινοβίου, έξω από το Ναό του Κοιμητηρίου, όπου είχαν πάει να δούν στο τύμπανο ενός από τα τόξα του νάρθηκα, την απεικόνιση «Αινείτε τον Κύριον...». Παρέλαση συρτού χορού, με συνοδεία ποικίλων μουσικών λαϊκών οργάνων.

Βγαίνοντας στον στενό δρομάκο, ανάμεσα στα μνήματα και τη λαξευτή πέτρινη λεκάνη, όπου πλένονται τα οστά των μεταστάντων, μετά την ανακομιδή, στο ύψος του χαμηλού τοιχίσκου, που χωρίζει τον κήπο της Ιεράς Μονής από το Κοιμητήριο, ένιωθαν χαρά απερίγραπτη και πλήρη συναδέλφωση με τους κεκοιμημένους.

Νεαρός μοναχός προσήλθε, προσφέροντας άνθη τρυγημένα πρόσφατα.

Άλλος σ' ένα καλάθι με κουκιά είχε την έντυπη βιογραφία νεότερου Οσίου.

Ανάφεραν, χωρίς να παραιτούνται των ελπίδων της χαρμολύπης, για έναν Γέροντα που κάποιο βράδυ είχε χαθεί με τη μικρή του βάρκα.

Θαύμα. Την ίδια ώρα αντίκριζαν πλοίο και άνθρωπο να καταφθάνουν.

Ανεξάρτητα από τους λογισμούς και τις περί ψαρέματος προθέσεις του επιβαίνοντος, η βάρκα είχε ταξιδέψει μέχρι τη Σκιάθο, τη Λήμνο και τη Σκόπελο.

Η Λήμνος συνδέεται με την έκταση της Σκιάς, που ρίχνει η κορυφή της Άγιας Μεταμόρφωσης του Άθω.

Ο αρχαίος Σοφοκλής βεβαιώνει ότι τις ημέρες του θερινού ηλιοστασίου η σκιά αυτή φτάνει μέχρι την πρωτεύουσα της νήσου Μύρινα.

Επίσης η προέλευση του ονόματος της Σκιάθου παρετυμολογείται ως σκιά του Άθω.

Ανάμεσα στα δύο αυτά μεγέθη σκιάς, η νήσος Σκόπελος, τόπος καταγωγής του Αγίου Επισκόπου Ρηγίνου. Πατρίδα επίσης του εύγλωττου ποιητή και καλόγερου Καισάριου Δαπόντε, που εμπνεόμενος απ' τις σκιές της Αγιορείτικης βλάστησης, αποκάλεσε τον Άθω: «Περιβόλι της Παναγιάς».

Στις σκιές του Αγιασμένου βουνού ταξιδεύοντας ο σεβάσμιος πρώην ναυτικός, γέροντας μοναχός, νεκρός κατά κόσμο, έτυχε της χάριτος του Θείου Φωτός, που προ αιώνων σκίασε την εύκαρπη, Αειπάρθενο Θεομήτορα Κόρη, προκειμένου, αντίθετα μ' ό,τι συνέβη στο ναυαγό Καπετάνιο του Παπαδιαμάντη, που επέστρεψε νεκρός στο νησί του, να γυρίσει σώος στην αφετηρία του.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Νέκρωση και Ζωή», από τη συλλογή Παλαιότερα ποιήματα και νεώτερα πεζά.


-----
 * Το motto εκ του Βίος και Πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε (νεοελ. απόδ. Γ. Κατσούλα, έκδ. Τήνος, Αθήνα 1997, σ. 247, παραγρ. ο΄ 21-25).

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

τα μελανόπτερα

Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.*

[...] Τα μεγάλα επιτεύγματα της Τεχνικής περιβάλλουν τον άνθρωπο του [20ου] αιώνα με ένα νέο ολωσδιόλου κάλλος, που όμως τον είχε μπερδέψει σε κάποιες περιπτώσεις, αναφορικά με τη διαλεχτική συνάρτηση Ζωής και Ποίησης (εννοώντας μ' αυτή την τελευταία λέξη και συνολικά την καλλιτεχνική δημιουργία). Ήδη το πρώτο αισθητικό κίνημα του αιώνα μας, ο φουτουρισμός, εκφράζει αυτή τη σύγχυση. Θα τη σχολιάσουμε στη σύντομη τούτη ομιλία μας, αντιμετωπίζοντας ειδικά την ταραχώδη φουτουριστική λογική, για να ξεμπλέξουμε τα πράγματα.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1909 δημοσιεύθηκε στον παρισινό «Φιγκαρό» το «Μανιφέστο του Φουτουρισμού» με την υπογραφή του αρχηγού του κινήματος Φίλιππου Μαρινέττι (1876-1944), ενός δαιμόνιου και έξαλλου Ιταλού, γεννημένου και μεγαλωμένου στην Αλεξάνδρεια. Σ' αυτό το μανιφέστο, που είναι ένα φανταχτερό μίγμα «μηχανολατρίας», άντιπαρελθοντισμού και κακώς εννοούμενου νιτσεϊσμού, διαβάζουμε, στην υπ' αριθμόν 4 πρόταση:

«Διακηρύσσουμε πως η λαμπρότητα του κόσμου πλουτίστηκε με μια καινούργια ομορφιά: την ομορφιά της ταχύτητας. Ένα αυτοκίνητο κούρσας [...], ένα αυτοκίνητο που μουγκρίζει, τρέχοντας ωσάν βολίδα, είν' ωραιότερο απ' τη Νίκη της Σαμοθράκης»...

Ανεξάρτητα με τη δημιουργική ανάγκη της Ποίησης -και πολύ σωστά- να προσαρμόζεται στις ανοδικά εξελισσόμενες μορφές της Ζωής και της Ιστορίας, η πρόταση του Μαρινέττι νοσεί και πάσχει λογικώς. Η Ζωή βέβαια εισχωρεί πάντοτε και καθοδηγεί την Ποίηση, προσφέροντας ή επιβάλλοντας τα νέα στοιχεία της, μα όμως είν' αδύνατο να αντικαταστήσει την Ποίηση, που με τη σειρά της σφραγίζει τη Ζωή πνευματικά κι ανεπανάληπτα. Ο φουτουρισμός εδώ συγχέει δυο διαφορετικές κινήσεις, τις οποίες κάνει η ανθρώπινη συνείδηση.

Στο χώρο της Ζωής ανήκει η μία κίνηση, εκείνη ακριβώς που εντάσσεται στη χρονικότητα, στις χρονικές εκφάνσεις της Ζωής, αρχίζοντας απ' τις βιλογικές αναγκαιότητες έως οποιαδήποτε επαναληπτική διαδικασία κοινωνικού ή ατομικού χαρακτήρα.

Στο χώρο της Ποίησης η άλλη κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση γίνεται προς τη μη-χρονικότητα, προς το μη επαναλαμβανόμενο, είναι δηλαδή μια κίνηση προς την ακινησία. Για να μιλήσουμε στη γλώσσα της ψυχολογίας, είναι μια κίνηση προς την αθανασία, είναι μια εναντίωση στο θάνατο, σε κάθε φθαρτότητα. Ειπωμένο αυτό με σινιάλα φιλοσοφίας, σημαίνει ξεκάθαρα πως η Ζωή είναι «ηρακλείτεια», ενώ η Ποίηση είναι«ελεατική».

Το αυτοκίνητο κούρσας -επανερχόμαστε στη διατύπωση του Μαρινέττι- δεν είναι πιο όμορφο απ' τη Νίκη της Σαμοθράκης, είναι μονάχα κάτι διάφορο απ' αυτήν.

'Οταν ο Duchamp, μπερδεμένος κι αυτός, επήρε μια ρόδα ποδηλάτου και την εξέθεσε, τότε αυτόματα η περίφημη εκείνη ρόδα έπαψε να είναι εξάρτημα ενός ποδηλάτου και μεταμορφώθηκε ή μεταποιήθηκε σε έργο τέχνης, γιατί η κίνηση αυτή της συνείδησης ήτανε κίνηση προς τη μη-χρονικότητα, ήταν κίνηση προς την ακινησία, περιείχε την απαίτηση του ανεπανάληπτου.

Το ίδιο θα λέγαμε για το ποίημα του Μαρινέττι με τίτλο «Στο αυτοκίνητο κούρσας», ένα ποίημα-δοξολόγημα, η αξιολόγηση δεν έχει την ώρα τούτη σημασία, μάς ενδιαφέρει απλώς η κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση με την Ποίηση. Το αυτοκίνητο κούρσας της πρώτης δεκαετίας του [20ου] αιώνα, που έχει υπόψη του ο ποιητής, δεν υπάρχει πια σήμερα στην κίνηση της Ζωής, αναρίθμητα μεταγενέστερα μοντέλα το έβγαλαν απ' τη μέση· το ποίημα ωστόσο του Μαρινέττι σαν αξίωση του ανεπανάληπτου δεν παραμερίζεται, δεν υπόκειται στις απορρίψεις του παράγοντα χρόνος. Διαβάζεται ή όχι, συγκινεί ή όχι, πάντως εμπεριέχει την αξίωση της αιωνιότητας. Αντίθετα, η Ζωή, σαν διάσταση της χρονικότητας, δεν παρουσιάζει για ό,τι την αποτελεί και τη συνθέτει τέτοιαν αξίωση. Κατ' αυτήν την έννοια και μόνο οφείλουμε να σκεφτόμαστε τη διαλεχτική σχέση ανάμεσα Ζωή και Ποίηση. Και έτσι, η Νίκη της Σαμοθράκης, παρά τις ρητορείες του Μαρινέττι, δεν υποσκελίστηκε διόλου και ποτέ απ' την αστραφτερή γοητεία, την ήδη νενεκρωμένη, ενός αυτοκινήτου κούρσας της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα· συνεχίζει την ακινησία της αδιατάραχτη, μετέχει στις χιλιετίες της αυτή η Νίκη αρνούμενη συνολικά το χρόνο, ενσωματώνεται στο «αΐδιον» του Παρμενίδη. Δεν έχει καν σημασία η πιθανή κάποτε υλική καταστροφή της.

[...]

Η Τεχνική δεν έχει την υπαρξιακή σημασία που έχει η Τέχνη και γι' αυτόνε το λόγο δεν μπορεί ούτε να την εξουδετερώσει την τελευταία ούτε να την αντικαταστήσει, όπως ο Μαρινέττι στοχαζότανε αντιφάσκοντας με τον ποιητή εαυτό του. Ζωή και Ποίηση αλληλοσυμπληρώνονται στην αντίθεση χρόνου και αιωνιότητας. Η εικοστή μετά Χριστόν εκατονταετία ξεκίνηση τις αισθητικές της ανησυχίες με μια πελώρια σύγχυση. Προσεγγίζει τώρα στη λήξη της, χωρίς πλέον ανόητους εκθαμβωτισμούς, ως προς τα εκπληχτικά τεχνικά άλματα. Θα λέγαμε κάτι πιο πολύ: γνωρίζει τώρα βαθύτερα τη Ζωή και σηκώνει ψηλότερα το νόημα της Ποίησης.

Νίκος Καρούζος, «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι», στον τόμο: Αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο Δ. Καρούζο (έκδ. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων - Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, 13 Σεπτ. - 6 Οκτ. 1995). Πρώτη φανέρωση στη συλλογή «Αναμνηστική Λήθη» (Γοργώ, 1982).

-----
* Στο motto η ε΄ στροφή εκ της Ωδής εις Θάνατον του μέγιστου Ανδρέα Κάλβου. Ο ίδιος.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

ένα χρώμα που κλίνεται

Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα
.*

1. Στον καλαίσθητο τόμο «Γιώργος Μπουζιάνης, Γράμματα προς τον Χάινριχ Μπάρχφελντ» -ένα μεταφραστικό επίτευγμα του κ. Φαίδωνα Μίχου, με πλούσια σχόλια και πληροφορίες- περιλαμβάνονται και ενδιαφέροντες αφορισμοί, «για τη ζωή και την τέχνη», που έγραψε ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος. Απ' αυτούς τους βραχύτατους στοχασμούς, και θα 'λεγα ωσάν αστροπελέκια πνευματικές δονήσεις, επιλέγω την ακόλουθη φράση:

«Η ζωγραφική δεν πρέπει να γίνεται εικόνα. Πρέπει να απλώνεται σαν το άπειρο».

Μέσα σε τούτη τη σκέψη είναι όλος ο Μπουζιάνης. Η ζωγραφιά γίνεται έτσι μια κίνηση, χωρίς διακοπή, του χρώματος προς τη φόρμα κι αντίστροφα: της φόρμας προς το χρώμα, όπου κατά την πρώτη φάση της κίνησης λέμε: ο εξπρεσσιονιστής μπουζιάνης, κι όπου κατά τη δέυτερη φάση της κίνησης λέμε απλώς: ο Μπουζιάνης· ο αυτοφυής μπουζιάνης...

Εκεί δεν έχει -ισμους και αισθητικές εγκλωβίσεις· εκεί διαλάμπει μονάχα το πρόσωπο του δημιουργού σε αυτοπροσδιορισμό και διακαή αυτοτέλεια. Η ανθρώπινη φιγούρα, ή ο,τιδήποτε παριστάνει ο πίνακας, εξωθείται στο άπειρο και θεώμεθα μια συναρπαστική αναστάτωση στην αφύπνιση του πεπερασμένου. Κι αυτή η τελετή, ωσάν περίβλεπτη γιορτή της ζωής και του Είναι, προάγεται με σοφία· δεν πάει ο καλλιτέχνης προς το άπειρο με αταξία· τουναντίον αποσυνωστίζει με χρωματικό δαιμόνιο τη φόρμα, έως που καταλήγει να μην έχει όρια η ζωγραφιά, να αγνοεί το τέλος.

Ο Μπουζιάνης ανακουφίζει μ' αυτό τον τρόπο, σαν μυστικός του χρώματος, τη φαινομενικότητα. Συλλογίζομαι κυρίως τα λάδια του ζωγράφου μας την ώρα τούτη που λέω αυτά τα πράματα.


2. Στο έργο του Μπουζιάνη, το χρώμα είναι αξιοθαύμαστα χρωματικό. Είναι ένα χρώμα που κλίνεται (με την έννοια της γραμματικής). Είναι οντολογικό χρώμα.

3. Στα λάδια του Μπουζιάνη ακούγεται κάποτε βαθύς βρυχηθμός απ' τα χρώματα. Ο ανόητος θα τρομάζει· ο νοήμονας νέμεται απόλαυση.

4. Διαυγή σκεφτόμενα ζώα οι άνθρωποι στους πίνακες του Μπουζιάνη. Θολούρα ποτέ. «Η λογική είναι πλήξη – ένας αιώνια γαλανός ουρανός, όλο περιορισμούς...», λέει ο Μπουζιάνης. Και εδώ θυμίζει τον Πασκάλ. Μοίρα μεγαλοσύνης.

Νίκος Καρούζος, «Μερικές εντυπώσεις μου σε ασυνέχεια», στον τόμο: Αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο Δ. Καρούζο (έκδ. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων - Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, 13 Σεπτ. - 6 Οκτ. 1995). Πρώτη φανέρωση στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (28 Ιανουαρίου 1990).

-----
* Στο motto η δ΄ στροφή εκ της Ωδής εις Θάνατον του μέγιστου Ανδρέα Κάλβου. Ο ίδιος.

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

μια εμπειρία πτωτική

[...]
Γιατί αυτός
της ποίησης είναι ο σκοπός ο τελικός
Να καταστρέφει πάντα το Γνωστό
για να ανθίζει το Καινούριο και το Άγνωστο
Και κάθε τι το Αυτονόητο να ντύνει
με την γυμνή ομορφιά του Ακατανόητου
Γι' αυτό και πάντα ο στίχος ο πιο αυθεντικός
θά 'ναι κι ο πιο βαθιά κατεστραμμένος.*

Η δική μου προσωπική εμπειρία του Κόσμου, όσο και όση εκφράζεται στα ποιήματά μου, είναι μια εμπειρία πτωτική, σύμφωνα με την οποία η διαρκής και κανονική του κατάσταση, όπως αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή από τον άνθρωπο, είναι η αποσπασματικότητα και η φθορά. Μια τέτοια επίγνωση συνιστά, κατ' εμέ, και μια βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας, ενώ η αξίωση της επιβολής στην κοινωνική συνθήκη μιάς τάξεως ιδεών ή πραγμάτων που θα μάς διασφαλίζει διά παντός από την έκπτωση και την φθορά, οδηγεί τον άνθρωπο σε χειρότερα βάσανα από εκείνα απ' τα οποία θα ήθελε να τον προφυλάξει. Και επειδή κάθε πολιτισμός, ιδιαίτερα ο αποτελεσματικότερα οργανωμένος και σε επιτεύγματα ο περισσότερο λαμπρός, διαφυλάσσει στον πυρήνα του κια παρόμοια αξίωση επιβολής, η κανονική κατάσταση κάθε πολιτισμού είναι τελικώς τα ερείπια.

Φυσικά η τέχνη δεν είναι από μόνη της φιλοσοφία του πολιτισμού και ο καλλιτέχνης βρίσκεται στον αντίποδα του φιλοσόφου ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί για να εκφραστεί, όσο και αν το σημείο συνάντησής τους, στις ευτυχέστερες στιγμές και των δύο είναι κοινό: η σοφία. Το έργο τέχνης είναι πρωτίστως ένα σύμβολο ή μια μεταφορά ενός πράγματος απόντος, τη στιγμή που η φιλοσοφία είναι η διαύγεια ενός παρόντος λόγου. Το έργο τέχνης ανασαίνει από την σκοτεινή σκιά εκείνου που θέλει να εκφράσει, ενώ η φιλοσοφία από την διαύγαση ενός σπουδαίου νοήματος που αγνοούσαμε.

Η προσωπική βιολογική, κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική διαμόρφωσή μου προϋποθέτει την εμπειρία της αποσπασματικότητας και του τραύματος. Στην κοινωνία, στον έρωτα και την ποίηση η εμπειρία του παρόντος με οδηγούσε κάθε φορά στην ανακάλυψη μιας συνταρακτικής απουσίας ή έλλειψης που τα επικαθόριζε. [...]

Γιάννης Πατίλης, Το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό. Στίχοι και σκέψεις για την ηλικία των ερειπίων. Δοκίμιο (έκδ. Gutenberg/Σύρτις, Αθήνα 2016, σσ. 19-21). Στο motto στίχοι του ιδίου (ό.π., σ. 50) από το ποίημα· «Κόριννα, μνήμη σπαραγμάτων», εκ της συλλογής· Ακτή Καλλιμασιώτη.

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

σαν να φυτρώνει ένα δέντρο...


[...] Ὁ μο­να­χός ἀ­να­χω­ρεῖ ἀ­πό τόν κό­σμο καί κα­τα­φεύ­γει στήν φύ­ση. Τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον γί­νε­ται τό σπί­τι του. Τά Μο­να­στή­ρια κτί­ζον­ται στίς πιό ὡ­ραῖ­ες, τίς πιό παρ­θέ­νες καί τίς πιό ἀ­πο­μο­νω­μέ­νες το­πο­θε­σί­ες μέ το­πι­κά ὑ­λι­κά (πέ­τρα, ξῦ­λο, κ.λ.π.), ἐ­νῶ ἡ στε­νή σχέ­ση πού ἀ­να­πτύσ­σει μέ τήν φύ­ση ὁ μο­να­χός τοῦ δί­νει τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ἐν­τάσ­σει ἁρ­μο­νι­κά τά μο­να­στη­ρια­κά κτί­σμα­τα στό πε­ρι­βάλ­λον. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου, ἡ ὁ­ποί­α κτι­σμέ­νη πρίν 500 πε­ρί­που χρό­νια ἀ­πό τόν ἱ­δρυ­τή της Ἅ­γιο Δι­ο­νύ­σιο τόν ἐν Ὀ­λύμ­πῳ, σέ το­πο­θε­σί­α μο­να­δι­κῆς ὀ­μορ­φιᾶς στό φα­ράγ­γι τοῦ Ἐ­νι­ππέ­α, μέ το­πι­κά ὑ­λι­κά, πέ­τρα καί ξῦ­λο, εἶ­ναι ἕ­να ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό μνη­μεῖ­ο ἁρ­μο­νι­κά καί ἰ­δα­νι­κά ἐν­τε­ταγ­μέ­νο στό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον καί ταυ­τί­ζε­ται ἀ­πό­λυ­τα μ’ αὐ­τό ἀ­πο­τε­λών­τας ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος του. Σάν νά φυ­τρώ­νη ἕ­να δέν­δρο. Σάν νά δι­α­μορ­φώ­νε­ται μιά ἡ­φαιστει­ο­γενής σχη­μα­τι­κή ποι­κι­λί­α [...].

Μάξιμος Κυρίτσης, καθηγούμενος Μονής Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω (απ' εδωδά ειλημμένο). Εναγωνίως, ο ίδιος.