[…] υπήρχε ένα είδος θεού που όλοι μπορούσαν να δούν, που η θεότητά του μπορούσε να αναγνωρισθεί από τους πολλούς και για τον οποίο ο φιλόσοφος μπορούσε να διατυπώσει, κατά τη γνώμη του Πλάτωνα, προτάσεις που να ισχύουν λογικά. Αυτοί οι «ορατοί θεοί» ήσαν τα ουράνια σώματα – ή ακριβέστερα, οι θείες ψυχές που εμψύχωναν και οδηγούσαν τα σώματα αυτά.
Η μεγάλη καινοτομία στη μελέτη του Πλάτωνα για θρησκευτική μεταρρύθμιση είναι η έμφαση που δίνει όχι απλώς στη θεότητα του ήλιου, της σελήνης και των αστέρων (αυτό δεν ήταν καθόλου νέο) αλλά στη λατρεία τους. Στους Νόμους όχι μόνο περιγράφει τα άστρα σαν «θεούς ουράνιους», τον ήλιο και τη σελήνη σαν «μεγάλους θεούς», αλλά επιμένει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να τούς απευθύνουν προσευχές και θυσίες· και το κεντρικό σημείο της νέας κρατικής Εκκλησίας πρόκειται να είναι μια κοινή λατρεία του Απόλλωνα και του θεού Ήλιου, προς την οποία ο Αρχιερέας θα πρέπει να είναι προσκολλημένος και οι ανώτατοι αξιωματούχοι της πολιτείας θα είναι αυστηρά αφοσιωμένοι.
Αυτή η κοινή λατρεία -εκεί που περιμένουμε την λατρεία του Δία- εκφράζει την ένωση του παλαιού και του νέου, όπου ο Απόλλωνας αντιπροσωπεύει την παραδοσιακή λατρεία των μαζών και ο Ήλιος τη νέα «φυσική θρησκεία» των φιλοσόφων. Αυτή είναι η τελευταία απελπισμένη προσπάθεια του Πλάτωνα να κατασκευάσει μια γέφυρα ανάμεσα στους διανοούμενους και στο λαό και να σώσει την ενότητα της ελληνικής πίστης και του ελληνικού πολιτισμού.
Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, έκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996(2η), σσ. 142-143).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου