Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

περιούσιος λαός


Ακόμη περισσότερο ξενίζει η ιδέα ότι ένας θεός «εκλέγει» μονομιάς έναν λαό, τον κάνει λαό του και τον εαυτό του θεό αυτού του λαού. Νομίζω ότι αυτή η περίπτωση είναι μοναδική στην ιστορία των ανθρώπινων θρησκειών. Οπουδήποτε αλλού ο θεός και ο λαός είναι αδιαχώριστα ενωμένοι, είναι εξαρχής ένα.

Μερικές φορές ακούμε βέβαια ότι ένας λαός δέχεται άλλον θεό, ποτέ όμως ότι ένας θεός διαλέγει για τον εαυτό του άλλον λαό. Ίσως μπορέσουμε να κατανοήσουμε ώς έναν βαθμό αυτό το μοναδικό γεγονός, αν θυμηθούμε τις σχέσεις μεταξύ του Μωυσή και του εβραϊκού λαού. Ο Μωυσής καταδέχθηκε να προσεγγίσει τους Εβραίους και τους έκανε λαό του· ήταν ο «περιούσιος λαός» του.

[-Ο Γιαχβέ ήταν χωρίς αμφιβολία ηφαίστειος θεός. Οι κάτοικοι της Αιγύπτου δεν είχαν λόγο να τον λατρεύουν. Δεν είμαι ασφαλώς ο πρώτος που παρατηρεί την ηχητική συγγένεια του ονόματος Γιαχβέ με την ρίζα του ονόματος του άλλου θεού, του Ju-piter (Jovis) (δηλαδή του Διός. Σ.τ.μ.). […] (Τόσο το ιταλικό Giovedi όσο και το γαλλικό Jeudi, Πέμπτη, σημαίνουν ημέρα του Jovis, του Διός· η Πέμπτη στα γερμανικά λέγεται Donnerstag, ημέρα του θεού της βροντής Donar, αντίστοιχου κατ' αυτά του Jupiter, Jovis. Σ.τ.μ.).

Εδώ ανοίγονται ευρύτερες, αλλά και αβέβαιες προοπτικές. Φαίνεται ότι οι χώρες της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου εκείνους τους σκοτεινούς και ιστορικά σχεδόν ανερεύνητους αιώνες υπήρξαν θέατρα συχνών και έντονων ηφαιστειακών εκρήξεων, που πρέπει να έκαναν τεράστια εντύπωση στους περιοίκους. Ο Έβανς υποθέτει ότι και η τελική καταστροφή του ανακτόρου του Μίνωα στην Κνωσσό ήταν συνέπεια ενός σεισμού.

Στην Κρήτη, όπως μάλλον σε ολόκληρον τον κόσμο του Αιγαίου, λατρευόταν τότε η μεγάλη μητρική θεότητα. Η εμπειρία ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τον οίκο της από τις επιθέσεις μιας μεγαλύτερης δύναμης μπορεί να ήταν ένας από τους λόγους που έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση της σε μια ανδρική θεότητα, οπότε ο ηφαίστειος θεός είχε το προνόμιο να τήν υποκαταστήσει. Ο Ζευς εξακολουθεί να είναι ο «κοσμοσείστης».

Δεν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες ότι σε εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς τις μητρικές θεότητες τίς διαδέχθηκαν οι αρσενικοί θεοί (οι οποίοι αρχικά ήταν ίσως γιοί;). Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η μοίρα της Αθηνάς Παλλάδας, η οποία ασφαλώς ήταν η τοπική μορφή της μητρικής θεότητας, ενώ αργότερα, με την θρησκευτική ανατροπή, υποβιβάσθηκε σε θυγατέρα, έχασε τη μητέρα της και με την παρθενία που τής επιβλήθηκε αποκλείσθηκε για πάντα από την μητρότητα].

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 122-124, πρβλ. σ. 176).

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

εν Κάδης πόλει


[ιστορικός Ed.Meyer:] τα εβραϊκά φύλα από τα οποία αργότερα προήλθε ο λαός Ισραήλ δέχθηκαν κάποτε μια νέα θρησκεία. Αυτό όμως δεν έγινε στην Αίγυπτο ούτε στους πρόποδες ενός βουνού στην χερσόνησο Σινά, αλλά σε έναν τόπο που αποκαλείται Μεριβάτ-Κάδης, μια ιδιαίτερα πλούσια σε πηγές όαση στην περιοχή νότια της Παλαιστίνης, μεταξύ της ανατολικής εξόδου της χερσονήσου Σινά και της δυτικής άκρης της Αραβίας [-Η θέση δεν είναι εξακριβωμένη· μάλλον πρέπει να υποτεθεί ότι βρίσκεται στο σημερινό Νεγκέβ, περίπου στο γεωγραφικό πλάτος της Πέτρας, αλλά κάπου ογδόντα χιλιόμετρα πιο δυτικά. (Το Κάδης άλλοτε είναι τοπωνύμιο και άλλοτε σημαίνει αγίασμα, άγιος, άγια γή, ακόμη και ιερόδουλος [Ωσηέ δ΄ 14])].

Εκεί πήραν την λατρεία ενός θεού Γιαχβέ ίσως από την γειτονική αραβική φυλή των Μαδιανιτών. Σε αυτόν τον θεό πίστευαν πιθανώς και άλλες γειτονικές φυλές.

Ο Γιαχβέ ήταν χωρίς αμφιβολία ένας ηφαίστειος θεός. Όπως είναι όμως γνωστό, η Αίγυπτος δεν έχει ηφαίστεια, και στα βουνά τής χερσονήσου Σινά δεν υπήρξε ποτέ ηφαιστειακή δραστηριότητα, ενώ υπάρχουν ηφαίστεια, που μπορεί να ήταν ενεργά ακόμη και σε όψιμους καιρούς, κατά μήκος της δυτικής άκρης της Αραβίας. Ένα από αυτά τα βουνά πρέπει να ήταν λοιπόν το όρος Σινά-Χωρήβ, που το φαντάζονταν ως τόπο κατοικίας του Γιαχβέ.

*

Είναι γνωστό ότι η κριτική έρευνα της Βίβλου δέχεται δύο κείμενα ως πηγές τής Εξατεύχου. Χαρακτηρίζονται με τα γράμματα J και E, διότι στο πρώτο χρησιμοποιείται ως όνομα του θεού το «Jahve» [Γιαχβέ ή Ιαβέ] και στο δεύτερο το «Elohim» [Ελωχείμ ή Ελοχίμ]. Το όνομα στη δεύτερη περίπτωση είναι βέβαια Ελωχείμ και όχι Αδονάι, αλλά ας θυμηθούμε την παρατήρηση […]: «Τα διαφορετικά ονόματα δείχνουν καθαρά ότι αρχικά επρόκειτο για διαφορετικούς θεούς».

Θεωρήσαμε την διατήρηση της περιτομής ως απόδειξη του γεγονότος ότι κατά την ίδρυση της θρησκείας στο Κάδης έγινε ένας συμβιβασμός. Το περιεχόμενό του το βλέπουμε σε όσα εξιστορούν και οι δύο πηγές J και E, που συμφωνούν μεταξύ τους, δηλαδή σε αυτό το σημείο ανάγονται σε μια κοινή πηγή (γραπτό κείμενο ή προφορική παράδοση).

Η κύρια τάση ήταν να δείξουν το μεγαλείο και τη δύναμη του νέου θεού Γιαχβέ. Επειδή οι άνθρωποι του Μωυσή απέδιδαν πολύ μεγάλη σημασία στο βίωμα της εξόδου τους από την Αίγυπτο, αυτή η πράξη απελευθέρωσης έπρεπε να πιστωθεί στον Γιαχβέ, και αυτό το γεγονός στολίσθηκε με στοιχεία που φανερώνουν το φοβερό μεγαλείο του ηφαίστειου θεού, όπως είναι ο στύλος νεφέλης που τη νύχτα μετατρεπόταν σε στύλο πυρός [Έξοδος ιγ΄ 21], και ο ισχυρός άνεμος που για λίγο μετέτρεψε τη θάλασσα σε στεριά ανοίγοντας τα νερά, έτσι που τα επιστρέφοντα νερά έπνιξαν τους διώκτες [Έξοδος ιδ΄ 21-28].

Ταυτόχρονα τα γεγονότα τής εξόδου και τής ίδρυσης τής θρησκείας τοποθετήθηκαν το ένα κοντά στο άλλο και το μεγάλο διάστημα ανάμεσά τους αποσιωπήθηκε· επίσης η παράδοση του νόμου δεν έγινε στο Κάδης, αλλά στους πρόποδες του όρους τού θεού κάτω από τα σημάδια μιας ηφαιστειακής έκρηξης.

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 105-106, 114-115, πρβλ. σσ. 154-155 για τις παραδόσεις που συναντήθηκαν στο Κάδης). - Στο τίτλο του παρόντος λεξούλες εκ του χωρίου των Αριθμών κ΄ 16.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

ο αρχηγός της εξόδου


Ο ονειροπόλος Ιχνατόν είχε αποξενωθεί από τον λαό του και άφησε την αυτοκρατορία του να θρυμματισθεί. Στη δραστήρια φύση του Μωυσή ανταποκρινόταν το σχέδιο να ιδρύσει ένα νέο βασίλειο, να βρεί ένα νέο λαό, στον οποίο ήθελε να χαρίσει για λατρεία την περιφρονημένη στην Αίγυπτο θρησκεία. Ήταν, όπως βλέπουμε, μια ηρωική προσπάθεια να εναντιωθεί στο πεπρωμένο, να αποζημιωθεί από δύο μεριές για τις απώλειες που τού έφερε η καταστροφή του Ιχνατόν.

Τότε ήταν ίσως τοποτηρητής σε εκείνη την παραμεθόριο επαρχία (Γκοσέν, [Γεσέμ]) όπου (ακόμη στην εποχή των Υκσώς; [-Μια εποχή ταραχών περίπου 200 χρόνια πριν από τον Ιχνατόν, όταν ένας σημιτικός λαός, οι λεγόμενοι «βασιλείς-ποιμένες», κατείχαν την βόρεια Αίγυπτο]) είχαν εγκατασταθεί ορισμένα σημιτικά φύλα. Αυτά διάλεξε ως νέον λαό του. Μια κοσμοϊστορική απόφαση!

Συνεννοήθηκε μαζί τους, τέθηκε επικεφαλής και οργάνωσε την αποδημία «εν χειρί κραταιά» [Έξοδος ιγ, 3, 14, 16]. Σε πλήρη αντίθεση προς την βιβλική παράδοση πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτή η έξοδος πραγματοποιήθηκε ειρηνικά και χωρίς διωγμούς. Την κατέστησε δυνατή το κύρος του Μωυσή, και μια κεντρική εξουσία που θα ήθελε να την εμποδίσει δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο.

Σύμφωνα με την κατασκευή μας αυτή η έξοδος από την Αίγυπτο εμπίπτει στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 1358 και του 1350, δηλαδή μετά τον θάνατο του Ιχνατόν και πριν από την αποκατάσταση της κρατικής εξουσίας από τον Χορεμχέβ [-Δηλαδή έναν αιώνα νωρίτερα απ' ότι υποθέτουν οι περισσότεροι ιστορικοί, που την τοποθετούν στην 19η δυναστεία υπό τον Μενεφθά].

Στόχος της πορείας μπορούσε να είναι μόνον η γή Χαναάν. Εκεί είχαν εισβάλει μετά την κατάρρευση της αιγυπτικής κυριαρχίας στίφη Αραμαίων πολεμιστών, που κατακτώντας και λεηλατώντας έδειξαν πού μπορεί ένας άξιος λαός να αποκτήσει γή.

Γνωρίζουμε αυτούς τους πολεμιστές από τις επιστολές που βρέθηκαν το 1887 στο αρχείο της ερειπωμένης πόλης Αμάρνα. Εκεί αποκαλούνται ΧαμπιρίΧαμπιρού], ένα όνομα που, δεν ξέρουμε πώς, πέρασε στους αργότερα ερχόμενους εισβολείς -Εβραίους- τούς οποίους είναι αδύνατον να εννοούν οι επιστολές της Αμάρνα.

Νοτιότερα της Παλαιστίνης -στη γή Χαναάν- κατοικούσαν και εκείνα τα φύλα που συγγένευαν πιο στενά με τους εξερχόμενους τώρα από την Αίγυπτο Εβραίους.
*

Η ίδια η βιβλική ιστορία αποδίδει στον Μωυσή μερικά γνωρίσματα που φαίνονται απίστευτα. Τον περιγράφει ως θυμώδη, ευέξαπτο, όπως όταν στην αγανάκτησή του σκοτώνει τόν βάναυσο επόπτη που χτύπησε έναν Εβραίο εργάτη [Έξοδος β΄ 11-12] ή όταν οργισμένος για την αποσκίρτηση του λαού συνέτριψε τις πλάκες με τους νόμους, που τίς είχε φέρει από το όρος τού θεού [Σινά] [Έξοδος λβ΄ 19]· ακόμη και ο θεός τόν τιμωρεί στο τέλος, επειδή συμπεριφέρθηκε χωρίς υπομονή, αλλά δεν αναφέρεται η πράξη ανυπομονησίας [-Αν αυτό εννοεί ότι στο τέλος της ζωής του απαγορεύθηκε στον Μωυσή να μπεί στη Γή της Επαγγελίας (Δευτερονόμιον λδ΄ 4), σε άλλο χωρίο δίδεται μια αιτιολογία: Ο θεός τόν τιμωρεί για την ανυπομονησία του, διότι, αντί απλώς να μιλήσει στην πέτρα για να βγεί νερό, τήν χτύπησε με το ραβδί του (Αριθμοί κ΄ 11-12)]. Επειδή μια τέτοια ιδιότητα δεν υπηρετεί την εξύμνηση, θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια.

Δεν μπορούμε επίσης να αποκλείσουμε την δυνατότητα μερικά από τα χαρακτηριστικά τής παλαιάς ιδέας των Εβραίων για τον θεό τους, ότι είναι πλήρης ζήλου, αυστηρός και ανεπιεικής, να οφείλονται κατά βάθος στις αναμνήσεις από το Μωυσή, διότι στην πραγματικότητας δεν τούς έφερε από την Αίγυπτο ένας αόρατος θεός, αλλά ο άνδρας Μωυσής.

Ένα άλλο γνώρισμα που τού αποδίδεται αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Ο Μωυσής φέρεται ως «βραδύγλωσσος», είχε δηλαδή μια γλωσσική αναστολή ή ένα γλωσσικό ελάττωμα, και έτσι στις υποτιθέμενες διαπραγματεύσεις με τον φαραώ χρειαζόταν την υποστήριξη του Ααρών, ο οποίος αποκαλείται αδελφός του [Έξοδος δ’ 10, 14]. Μπορεί και αυτό να ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια, οπότε θα ήταν μια επιθυμητή συμβολή στο ζωντάνεμα τής φυσιογνωμίας του μεγάλου άνδρα.

Μπορεί όμως να έχει άλλη, πιο σπουδαία σημασία. Η πληροφορία μπορεί να μνημονεύει με ελαφρά παραποιημένον τρόπο το γεγονός ότι ο Μωυσής ήταν ξενόγλωσσος και με τους σημιτικής καταγωγής νεοαιγυπτίους του δεν μπορούσε να επικοινωνήσει χωρίς διερμηνέα, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο των σχέσεών τους. Δηλαδή μια νέα επιβεβαίωση της θέσης ότι ο Μωυσής ήταν Αιγύπτιος.

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 98-99, 103-105, πρβλ. σ. 127).

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

η πρόοδος στην πνευματικότητα


Για να ασκήσει κανείς διαρκείς επιδράσεις σε έναν λαό, δεν αρκεί προφανώς να τον διαβεβαιώσει ότι είναι ο εκλεκτός του θεού. Για να το πιστέψει ο λαός και να βγάλει συμπεράσματα από αυτή την πίστη, πρέπει κανείς κατά κάποιον τρόπο και να τού το αποδείξει. Τέτοια απόδειξη στην μωσαϊκή θρησκεία ήταν η έξοδος από την Αίγυπτο. Ο θεός, ή ο Μωυσής στο όνομά του, δεν κουραζόταν να επικαλείται αυτή την εκδήλωση εύνοιας.

Η γιορτή του Πάσχα (Πεσάχ, από το αιγυπτιακό Πισσάχ, η γιορτή της εαρινής ισημερίας, Σ.τ.μ.) καθιερώθηκε για να διατηρείται η μνήμη αυτού του γεγονότος, ή μάλλον μια πατροπαράδοτη γιορτή έλαβε το περιεχόμενο αυτής της ανάμνησης. Ήταν όμως μόνο μια ανάμνηση, αφού το γεγονός ανήκε σε ένα συγκεκριμένο παρελθόν.

Στο παρόν ήταν πολύ σπάνια τα σημάδια της εύνοιας του θεού, η μοίρα αυτού του λαού έδειχνε μάλλον ότι είχε περιπέσει σε δυσμένεια. Πρωτόγονοι λαοί καθαιρούσαν συνήθως τους θεούς τους ή ακόμη και τούς τιμωρούσαν, όταν δεν εκπλήρωναν την υποχρέωσή τους να τούς εξασφαλίσουν νίκη, ευτυχία και άνεση.

Οι βασιλιάδες όλων των εποχών δεν είχαν διαφορετική μεταχείριση από εκείνη που υφίσταντο οι θεοί· αυτό αποδεικνύει μια παλαιά ταυτότητα, την γένεση και των δύο από κοινή ρίζα. Αλλά και οι σύγχρονοι λαοί διώχνουν επίσης τους βασιλιάδες τους, όταν οι ήττες με τις αντίστοιχες απώλειες σε εδάφη και χρήματα αμαυρώνουν την αίγλη της κυριαρχίας τους.

Γιατί όμως ο λαός Ισραήλ έδειχνε πάντα τόσο μεγαλύτερη αφοσίωση στον θεό του όσο χειρότερη μεταχείριση είχε από αυτόν είναι ένα πρόβλημα που προς το παρόν πρέπει να αφήνουμε ανοιχτό.

Μάς προτρέπει ίσως να εξετάσουμε μήπως η μωσαϊκή θρησκεία δεν είχε αποφέρει στον λαό τίποτε άλλο από την τόνωση του αισθήματος αυτοεκτίμησης μέσω της συνείδησης ότι είναι ο περιούσιος λαός. Και το επόμενο στοιχείο είναι όντως εύκολο να βρεθεί.

Η θρησκεία απέφερε στους Εβραίους μια πολύ πιο μεγαλειώδη παράσταση του θεού ή, όπως θα λέγαμε πιο νηφάλια, την παράσταση ενός πιο μεγαλειώδους θεού. Όποιος πίστευε σε αυτόν τον θεό συμμετείχε κατά κάποιον τρόπο στο μεγαλείο του, μπορούσε να αισθάνεται και αυτός εξυψωμένος.

*

[…] Αλλά αυτή η στροφή από τη μητέρα προς τον πατέρα δηλώνει επιπλέον μια νίκη της πνευματικότητας επί του κόσμου των αισθήσεων, δηλαδή μια πρόοδο του πολιτισμού, αφού η μητρότητα αποδεικνύεται με την μαρτυρία των αισθήσεων, ενώ η πατρότητα είναι μια παραδοχή στηριζόμενη σε ένα συμπέρασμα και σε μια προϋπόθεση.

*

[…] Ο άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη να αναγνωρίσει γενικά «πνευματικές» δυνάμεις, δυνάμεις δηλαδή που δεν μπορούν να συλληφθούν με τις αισθήσεις, προπάντων με την όραση, αλλά που έχουν αδιαμφισβήτητες, και μάλιστα πανίσχυρες επιδράσεις.

Αν μπορούμε να εμπιστευθούμε την μαρτυρία της γλώσσας, πρότυπο της πνευματικότητας αποτέλεσε ο κινούμενος αέρας, διότι το πνεύμα δανείσθηκε την ονομασία του από την πνοή (animus, spiritus, [άνεμος], εβραϊκά: ρουάχ, δηλαδή πνοή).

Έτσι ανακαλύφθηκε και η ψυχή ως πνευματική αρχή του ανθρώπινου ατόμου. Η παρατήρηση ξανάβρισκε τον κινούμενο αέρα στην αναπνοή του ανθρώπου, που με τον θάνατο σταματάει· ακόμη και σήμερα ο θνήσκων άνθρωπος εκπνέει την ψυχή του. Έτσι αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο το βασίλειο των πνευμάτων· ήταν πια έτοιμος να αποδώσει σε κάθε στοιχείο της φύσης την ψυχή που ανακάλυψε μέσα του.

Όλος ο κόσμος εμψυχώθηκε, και η επιστήμη, που ήλθε πολύ αργότερα, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να αναγορεύσει άψυχο ένα μέρος του κόσμου, ένα έργο που δεν έχει αποπερατώσει ακόμη.

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 210-211, 219-220, 220-221).

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

το πρώτο άτομο στην ιστορία του ανθρώπου


«Εσύ μοναδικέ θεέ,
που πλάι σου δεν υπάρχει άλλος».*

Γύρω στο 1375 π.Χ., στην ένδοξη περίοδο της 18ης δυναστείας, υπό την οποία η Αίγυπτος έγινε πλέον μεγάλη αυτοκρατορία, ανέβηκε στον θρόνο ένας νεαρός φαραώ, που στην αρχή λεγόταν Αμενχοτέπ (Δ΄) όπως ο πατέρας του, αλλά αργότερα άλλαξε το όνομά του, και όχι μόνον αυτό.

Αυτός ο βασιλιάς προσπάθησε να επιβάλει στους Αιγύπτιους μια νέα θρησκεία αντίθετη στις παραδόσεις χιλιετιών και σε όλες τις συνήθειες της ζωής τους. Ήταν ένας αυστηρός μονοθεϊσμός, η πρώτη απόπειρα τέτοιου είδους στην παγκόσμια ιστορία, καθόσον γνωρίζουμε, και με την πίστη σε έναν μοναδικό θεό γεννήθηκε, όπως ήταν αναπόφευκτο, η θρησκευτική μισαλλοδοξία που στην αρχαιότητα μέχρι τότε –και για μεγάλο διάστημα μετά- ήταν άγνωστη.

Αλλά η βασιλεία του Αμενχοτέπ κράτησε μόνο 17 χρόνια· πολύ σύντομα μετά τον θάνατό του, το 1358, η νέα θρησκεία εξοστρακίσθηκε και η μνήμη του αιρετικού βασιλιά καταδιώχθηκε. Από τα ερείπια της νέας πρωτεύουσας, που έχτισε και αφιέρωσε στον θεό του, καθώς και από τις επιγραφές στους πέτρινους τάφους της αντλήθηκαν οι λίγες πληροφορίες που έχουμε γι' αυτόν.

Όλα όμως, τα γνωστά στοιχεία γύρω από αυτή την αξιοσημείωτη και μοναδική στο είδος της προσωπικότητα είναι άκρως ενδιαφέροντα. [«The first individual in human history» («το πρώτο άτομο στην ιστορία του ανθρώπου») τον αποκαλεί ο Breasted].

Όλες οι καινοτομίες προετοιμάζονταν και έχουν τις προϋποθέσεις τους στην παλαιότερη κατάσταση. Οι ρίζες του αιγυπτιακού μονοθεϊσμού μπορούν να ανιχνευθούν με αρκετή βεβαιότητα στο παρελθόν. Στην ιερατική σχολή του ναού του ήλιου στην Ων (Ηλιούπολη) υπήρχαν από καιρό τάσεις με σκοπό να αναπτύξουν την ιδέα για έναν οικουμενικό θεό και να τονίσουν την ηθική πλευρά της ύπαρξής του.

Η Μα, θεά της αλήθειας, της ευταξίας και της δικαιοσύνης ήταν κόρη του θεού του ήλιου Ρα. Ήδη υπό τον Αμενχοτέπ Γ΄, τον πατέρα και προκάτοχό του μεταρρυθμιστή, σημειώθηκε μια έξαρση της λατρείας του θεού του ήλιου, ίσως σε αντίθεση προς τον Άμμωνα των Θηβών, που είχε γίνει πανίσχυρος. Ανασύρθηκε ένα πανάρχαιο όνομα του θεού του ήλιου Ατονού και σε αυτή την θρησκεία του Ατονού βρήκε ο νεαρός βασιλιάς ένα έτοιμο κίνημα, στο οποίο, χωρίς να χρειάζεται να το δημιουργήσει από την αρχή, μπόρεσε να προχωρήσει.

Οι πολιτικές συνθήκες της Αιγύπτου είχαν αρχίσει εκείνη την εποχή να επηρεάζουν μονιμότερα την αιγυπτιακή θρησκεία. Με τα πολεμικά κατορθώματα του μεγάλου κατακτητή Θούθμωσι Γ΄ η Αίγυπτος είχε γίνει παγκόσμια δύναμη. Στην αυτοκρατορία είχαν προστεθεί η Νουβία στον νότο, η Παλαιστίνη, η Συρία και ένα μέρος της Μεσοποταμίας στον βορρά. Αυτός ο ιμπεριαλισμός καθρεφτιζόταν τώρα στη θρησκεία ως οικουμενισμός και μονοθεϊσμός. Καθώς τώρα η μέριμνα τού φαραώ εκτός από την Αίγυπτο περιλάμβανε τη Νουβία και τη Συρία, έπρεπε και η θεότητα να εγκαταλείψει τον εθνικό περιορισμό. Και όπως ο φαραώ ήταν ο μοναδικός και απεριόριστος κυρίαρχος του γνωστού στους Αιγυπτίους κόσμου, αυτό ακριβώς έπρεπε να γίνει και η νέα θεότητα.

Επιπλέον ήταν φυσικό, με την διεύρυνση των ορίων της αυτοκρατορίας, η Αίγυπτος να γίνει πιο προσιτή στις εξωτερικές επιρροές. Μερικές από τις γυναίκες [ίσως και η ίδια η αγαπημένη σύζυγος του Αμενχοτέπ, η Νεφερτίτι] ήταν πριγκίπισσες από την Ασία, είναι μάλιστα πιθανόν να προέρχονταν από τη Συρία και τα άμεσα ερεθίσματα προς την κατεύθυνση του μονοθεϊσμού.

Ο Αμενχοτέπ δεν αρνήθηκε ποτέ ότι προσχώρησε στη λατρεία του ήλιου στην Ων. Στους δύο ύμνους στον Ατονού, οι οποίοι διασώθηκαν μέσω των επιγραφών στους πέτρινους τάφους και ίσως είναι συνθέσεις του ίδιου του Αμενχοτέπ, ο βασιλιάς εξυμνεί τον ήλιο ως δημιουργό και συντηρητή όλων των ζωντανών όντων στην Αίγυπτο και έξω από αυτή με μια ζέση που την ξαναβρίσκουμε μόνο πολλούς αιώνες αργότερα, στους ψαλμούς προς τιμήν του θεού των Εβραίων Γιαχβέ. Δεν αρκέστηκε όμως αυτή την εκπληκτική προδρομική της επιστημονικής γνώσης σκέψη για την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας. Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, ότι δεν λάτρεψε τον ήλιο ως υλικό αντικείμενο, αλλά ως σύμβολο ενός θεϊκού όντος, που η ενέργειά του φανερωνόταν στις ακτίνες του.

Με υπέρμετρη αδιαλλαξία αντιστέκεται σε όλους τους πειρασμούς της μαγικής σκέψης
και απορρίπτει την ιδιαίτερα για τον Αιγύπτιο τόσο ακριβή ψευδαίσθηση
μιας ζωής μετά τον θάνατο.**

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 86-88, πρβλ. σσ. 141-142). - Στο motto στίχος από έναν ύμνο στο Ατονού, εκ του ιδίου (ό.π., σ. 89). Κι η κατακλείδα (ό.π., σ. 141).

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

η εμπειρική πραγματικότητα του φόνου – ανάδυση του πολιτισμού


Στο θέμα του Μωυσή όμως ο Φρόυντ επέμεινε στην ιστορική, εμπειρική πραγματικότητα του φόνου. Αλλά μια πιο προσεκτική ανάγνωση της εβραϊκής ιστορίας οδηγεί σε μιαν άλλη άποψη: ότι τραυματικά γεγονότα υπήρξαν η Έξοδος από την Αίγυπτο, η πρώτη και η δεύτερη καταστροφή του Ναού του Σολομώντα, καθώς και οι καταστροφές των τελευταίων 2.000 χρόνων, όπως τα πογκρόμ και οι διωγμοί από τον 12ο μέχρι τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη και κατόπιν από τα τέλη του 19ου αιώνα και τον σύγχρονο αντισημιτισμό μέχρι την Shouah, το «Ολοκαύτωμα» του 1942-45.

Βέβαια αυτές τις εμπειρίες ο Φρόυντ τίς εγγράφει ήδη μέσα στην πρωταρχική εμπειρία του φόνου του Μωυσή. Στη συνέχεια κατανόησε ορθά τον μοναδικό τρόπο με τον οποίον οι Εβραίοι αντέδρασαν κάθε φορά σε αυτές· δεν απαρνήθηκαν τον θεό, αλλά ανέπτυξαν ένα αυξανόμενο αίσθημα ενοχής και υπευθυνότητας, δηλαδή ένα αυστηρό Υπερεγώ, που τούς οδηγούσε πρώτους απ' όλους τους λαούς να μπορούν να είναι αυτοκριτικοί και όχι να ρίχνουν το φταίξιμο μόνο στον «άλλον».

Αυτό εννοεί ο Φρόυντ με την «πρόοδο στην πνευματικότητα». Εξίσου καταστροφική υπήρξε και η εμπειρία των προφητών, οι οποίοι επανειλημμένα έγιναν αντικείμενο εσωτερικής καταδίωξης, εφόσον υπήρξαν οι φορείς της αναπτυγμένης ηθικής συνείδησης, που ήταν δυσβάστακτη για τους πολλούς.

Ο Φρόυντ θεωρεί ως ιστορικά παραδείγματα επιστροφής του απωθημένου την τελική διαμόρφωση των ομηρικών επών, πέντε αιώνες μετά την καταστροφή της Τροίας, και από την άλλη τις αντιστάσεις που συνάντησε η επικράτηση και η διάδοση της θεωρίας του Δαρβίνου.

*

Θεωρεί ότι η επικράτηση του πατριαρχικού στοιχείου στην ιστορία σήμανε μια πρόοδο στην πνευματικότητα, γιατί η «πατρότητα» δεν είναι ποτέ «σίγουρη» και «οφθαλμοφανής», έτσι ώστε απαιτεί μια ορθολογική σκέψη και μια απόφαση προκειμένου σε έναν άνδρα να αναγνωρισθεί (από τη μητέρα) το όνομα, ο τίτλος του πατέρα. […]

Γιατί ο Φρόυντ δεν συνέχισε αυτή τη σκέψη; Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ίσως συνδέεται με την απώθηση εκ μέρους του τού ιστορικού πατέρα των Εβραίων, του Αβραάμ. Ίσως διότι θεώρησε ότι μόνον το έργο και η μοίρα του Μωυσή αποτέλεσαν το πραγματικό κατόρθωμα των Εβραίων με καθολική σημασία για ολόκληρη την ανθρωπότητα, εφόσον ο θεός του Αβραάμ δεν αποκλείει ακόμη την ύπαρξη άλλων θεών. […]

Ωστόσο η απώθηση του πατέρα Αβραάμ είχε θεωρητικές συνέπειες. Διότι η «θυσία» του Ισαάκ ενέχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τον φόνο του Μωυσή.

*

Πάντως πέραν αυτού του προβληματισμού, ο Φρόυντ ορθώς συνέλαβε τη σημασία της συμβολικής λειτουργίας του πατέρα για τον αναπτυγμένο πολιτισμό. Στο Τοτέμ και ταμπού η απαγόρευση του φόνου, μετά την (μυθική) πατροκτονία, αποτελεί την συμβολική (πνευματική) επαναφορά και πραγματοποίηση της θέλησης του συμβολικού πατέρα.

Ο συμβολικός πατέρας «είναι» η τριπλή απαγόρευση της αιμομειξίας, του φόνου και του (τελετουργικού) καννιβαλισμού, έξω από τα οποία δεν «υπάρχει». Ο Φρόυντ το σημείο αυτό δεν το τονίζει επαρκώς· ότι δηλαδή παραδόξως μετά την πατροκτονία, οι γιοί απαγόρευσαν στον εαυτό τους την σεξουαλική σχέση με τις μητέρες και τις αδελφές τους, πράγμα που στη σύγχρονη εθνολογία θεωρείται η θεμελιακή απαρχή κάθε πολιτισμού· γιατί έτσι αναγκάζονται οι φυλές να «ανοίγονται» στην επικοινωνία και την ανταλλαγή αγαθών, ανθρώπων και ιδεών με άλλες φυλές.

Θάνος Λίποβατς, 
«Η προβληματική κατασκευή του έργου και η επιθυμία του Φρόιντ», εν Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 25-26, 37-38, 39).

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

η αιγυπτιακή λέξη 'μόζε', που σημαίνει 'παιδί'


[J.H. Breasted, History of Egypt:] «Είναι αξιοσημείωτο ότι το όνομα του (αυτού του αρχηγού), Μωυσής, ήταν Αιγυπτιακό. Είναι απλώς η αιγυπτιακή λέξη 'μόζε', που σημαίνει 'παιδί', και πρόκειται για τη σύντμηση πλήρων ονομάτων, όπως π.χ. Άμεν-μόζε, που σημαίνει παιδί του Άμμωνα, ή Πταχ-μόζε, παιδί του Πταχ (ελλην.: Φθα, ένας θεός που οι Έλληνες τον ταύτιζαν με τον Ήφαιστο, σ.τ.μ.), ενώ και αυτά τα ονόματα είναι με τη σειρά τους συντμήσεις μεγαλύτερων προτάσεων: ο Άμμων (χάρισε ένα) παιδί ή ο Πταχ (χάρισε ένα) παιδί.

Το όνομα 'παιδί' δεν άργησε να γίνει ένα ευχερές υποκατάστατο του εκτενούς, πλήρους ονόματος, και τον τύπο ονόματος 'Μόζε' τον συναντούμε συχνά σε αιγυπτιακά αγάλματα. Ο πατέρας του Μωυσή είχε δώσει στον γιό του ασφαλώς ένα όνομα με ένα συνθετικό, Φθα ή Άμμων, και το όνομα του θεού εξέλιπε σιγά σιγά στην καθημερινή ζωή, ώσπου άρχισε να αποκαλείται απλώς 'Μόζε'. (Το τελικό 'ς' του ονόματος Μόζες προέρχεται από την ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν υπάρχει ούτε στα εβραϊκά, όπου το όνομα εκφέρεται 'Mosche' [Μόσε])».

Παρέθεσα το χωρίο κατά λέξη και δεν είμαι διόλου πρόθυμος να αναλάβω την ευθύνη για τις λεπτομέρειές του. Απορώ και εγώ λίγο που ο Breasted παρέλειψε να απαριθμήσει κυρίως τα ανάλογα θεοφόρα ονόματα που βρίσκονται στον κατάλογο των βασιλέων της Αιγύπτου, όπως Αχ-μοζε [ή Αγχ-μόζε (Άχμωσις ή Άμασις)], Θουτ-μόζε (Θούθμωσις) και Ρα-μόζε (Ραμσής).

Θα ανέμενε λοιπόν κανείς ότι κάποιος από τους πολλούς που αναγνώρισαν το όνομα Μωυσής ως αιγυπτιακό θα έβγαζε το συμπέρασμα ή τουλάχιστον θα πιθανολογούσε πως ο φορέας του αιγυπτιακού ονόματος ήταν επίσης Αιγύπτιος.

*

Το 1909 ο Όττο Ρανκ, τότε ακόμη υπό την επιρροή μου, δημοσίευσε με δική μου προτροπή μια εργασία με τον τίτλο Der Mythus von der Geburt des Helden (Ο μύθος για την γέννηση του ήρωα). Πραγματεύεται το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι πολιτισμένοι λαοί… νωρίς εξύμνησαν σε ποιήματα και μύθος τους ήρωές τους, τους θρυλικούς βασιλιάδες και ηγεμόνες, τους ιδρυτές μιας θρησκείας, μιας δυναστείας, μιας αυτοκρατορίας ή μιας πόλης, δηλαδή τους εθνικούς τους ήρωες.

[…] Το πιο παλαιό από τα ιστορικά πρόσωπα με τα οποία συνδέεται ο μύθος της γέννησης είναι ο Σαργών ο Ακκάδιος, ιδρυτής της Βαβυλώνας (γύρω στο 2800 π.Χ.).

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 69, 71, 72).

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

οι θεοί της αιγυπτιακής θρησκείας


Στην αιγυπτιακή θρησκεία υπάρχει ένα σχεδόν απέραντο πλήθος θεοτήτων ποικίλης ισχύος και καταγωγής, μερικές προσωποποιήσεις μεγάλων φυσικών δυνάμεων, όπως ο ουρανός και η γή, ο ήλιος και το φεγγάρι, μια φορά μάλιστα ένα αφηρημένο ον όπως η Μα [ή Μάιτ] (αλήθεια, δικαιοσύνη) ή ένα ον με δύσμορφη νανώδη όψη όπως ο Βες [Βιζού ή Βησάς].

Οι περισσότεροι θεοί όμως είναι τοπικοί και ανάγονται σε μια παλαιότερη εποχή, όταν η χώρα ήταν διαιρεμένη σε πολλές περιφέρειες, έχουν μορφή ζώου, σαν να μην έχουν ξεπεράσει ακόμη το στάδιο εξέλιξης από τα παλαιά ζώα-τοτέμ, δεν ξεχωρίζουν με σαφήνεια ο ένας από τον άλλο ούτε φαίνεται να έχουν διακριτές ατομικές λειτουργίες.

Οι ύμνοι προς τιμήν αυτών των θεών έχουν για τον καθένα από αυτούς σχεδόν το ίδιο περιεχόμενο, τούς ταυτίζουν μεταξύ τους χωρίς ενδοιασμούς, με έναν τρόπο που θα μάς προκαλούσε απελπιστική σύγχυση. Ονόματα θεών συνδυάζονται μεταξύ τους, έτσι που το όνομα τού ενός καταντάει σχεδόν επίθετο του άλλου· στην ακμή της «Νέας Αυτοκρατορίας» λόγου χάρη ο κύριος θεός της πόλης των Θηβών λέγεται Άμμων-Ρα, όπου το πρώτο συνθετικό σημαίνει τον κριοκέφαλο θεό της πόλης, ενώ Ρα είναι το όνομα του ιερακοκέφαλου θεού του ήλιου στη πόλη Ων [Ηλιούπολη].

Μαγικές και τελετουργικές πράξεις, μαγικές ρήσεις και φυλαχτά δεσπόζουν στη λατρεία αυτών των θεών όπως και στην καθημερινή ζωή των Αιγυπτίων.

*

Κανείς άλλος λαός της αρχαιότητας δεν έκανε τόσο πολλά για να αρνηθεί τον θάνατο, δεν μερίμνησε με τόση ακρίβεια για να καταστήσει δυνατή μια ύπαρξη στο υπερπέραν, γι’ αυτό και ο θεός των νεκρών Όσιρις, ο κυρίαρχος αυτού του άλλου κόσμου, ήταν ο πιο δημοφιλής και ο πιο αδιαμφισβήτητος από όλους τους θεούς της Αιγύπτου.

Η αρχαία εβραϊκή θρησκεία όμως παραιτήθηκε εντελώς από την ιδέα της αθανασίας· ποτέ και πουθενά δεν αναφέρθηκε η δυνατότητα συνέχισης της ύπαρξης μετά τον θάνατο.

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 83-84, 85).