Για να ασκήσει κανείς διαρκείς επιδράσεις σε έναν λαό, δεν αρκεί προφανώς να τον διαβεβαιώσει ότι είναι ο εκλεκτός του θεού. Για να το πιστέψει ο λαός και να βγάλει συμπεράσματα από αυτή την πίστη, πρέπει κανείς κατά κάποιον τρόπο και να τού το αποδείξει. Τέτοια απόδειξη στην μωσαϊκή θρησκεία ήταν η έξοδος από την Αίγυπτο. Ο θεός, ή ο Μωυσής στο όνομά του, δεν κουραζόταν να επικαλείται αυτή την εκδήλωση εύνοιας.
Η γιορτή του Πάσχα (Πεσάχ, από το αιγυπτιακό Πισσάχ, η γιορτή της εαρινής ισημερίας, Σ.τ.μ.) καθιερώθηκε για να διατηρείται η μνήμη αυτού του γεγονότος, ή μάλλον μια πατροπαράδοτη γιορτή έλαβε το περιεχόμενο αυτής της ανάμνησης. Ήταν όμως μόνο μια ανάμνηση, αφού το γεγονός ανήκε σε ένα συγκεκριμένο παρελθόν.
Στο παρόν ήταν πολύ σπάνια τα σημάδια της εύνοιας του θεού, η μοίρα αυτού του λαού έδειχνε μάλλον ότι είχε περιπέσει σε δυσμένεια. Πρωτόγονοι λαοί καθαιρούσαν συνήθως τους θεούς τους ή ακόμη και τούς τιμωρούσαν, όταν δεν εκπλήρωναν την υποχρέωσή τους να τούς εξασφαλίσουν νίκη, ευτυχία και άνεση.
Οι βασιλιάδες όλων των εποχών δεν είχαν διαφορετική μεταχείριση από εκείνη που υφίσταντο οι θεοί· αυτό αποδεικνύει μια παλαιά ταυτότητα, την γένεση και των δύο από κοινή ρίζα. Αλλά και οι σύγχρονοι λαοί διώχνουν επίσης τους βασιλιάδες τους, όταν οι ήττες με τις αντίστοιχες απώλειες σε εδάφη και χρήματα αμαυρώνουν την αίγλη της κυριαρχίας τους.
Γιατί όμως ο λαός Ισραήλ έδειχνε πάντα τόσο μεγαλύτερη αφοσίωση στον θεό του όσο χειρότερη μεταχείριση είχε από αυτόν είναι ένα πρόβλημα που προς το παρόν πρέπει να αφήνουμε ανοιχτό.
Μάς προτρέπει ίσως να εξετάσουμε μήπως η μωσαϊκή θρησκεία δεν είχε αποφέρει στον λαό τίποτε άλλο από την τόνωση του αισθήματος αυτοεκτίμησης μέσω της συνείδησης ότι είναι ο περιούσιος λαός. Και το επόμενο στοιχείο είναι όντως εύκολο να βρεθεί.
Η θρησκεία απέφερε στους Εβραίους μια πολύ πιο μεγαλειώδη παράσταση του θεού ή, όπως θα λέγαμε πιο νηφάλια, την παράσταση ενός πιο μεγαλειώδους θεού. Όποιος πίστευε σε αυτόν τον θεό συμμετείχε κατά κάποιον τρόπο στο μεγαλείο του, μπορούσε να αισθάνεται και αυτός εξυψωμένος.
*[…] Αλλά αυτή η στροφή από τη μητέρα προς τον πατέρα δηλώνει επιπλέον μια νίκη της πνευματικότητας επί του κόσμου των αισθήσεων, δηλαδή μια πρόοδο του πολιτισμού, αφού η μητρότητα αποδεικνύεται με την μαρτυρία των αισθήσεων, ενώ η πατρότητα είναι μια παραδοχή στηριζόμενη σε ένα συμπέρασμα και σε μια προϋπόθεση.
*
[…] Ο άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη να αναγνωρίσει γενικά «πνευματικές» δυνάμεις, δυνάμεις δηλαδή που δεν μπορούν να συλληφθούν με τις αισθήσεις, προπάντων με την όραση, αλλά που έχουν αδιαμφισβήτητες, και μάλιστα πανίσχυρες επιδράσεις.
Αν μπορούμε να εμπιστευθούμε την μαρτυρία της γλώσσας, πρότυπο της πνευματικότητας αποτέλεσε ο κινούμενος αέρας, διότι το πνεύμα δανείσθηκε την ονομασία του από την πνοή (animus, spiritus, [άνεμος], εβραϊκά: ρουάχ, δηλαδή πνοή).
Έτσι ανακαλύφθηκε και η ψυχή ως πνευματική αρχή του ανθρώπινου ατόμου. Η παρατήρηση ξανάβρισκε τον κινούμενο αέρα στην αναπνοή του ανθρώπου, που με τον θάνατο σταματάει· ακόμη και σήμερα ο θνήσκων άνθρωπος εκπνέει την ψυχή του. Έτσι αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο το βασίλειο των πνευμάτων· ήταν πια έτοιμος να αποδώσει σε κάθε στοιχείο της φύσης την ψυχή που ανακάλυψε μέσα του.
Όλος ο κόσμος εμψυχώθηκε, και η επιστήμη, που ήλθε πολύ αργότερα, κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να αναγορεύσει άψυχο ένα μέρος του κόσμου, ένα έργο που δεν έχει αποπερατώσει ακόμη.
Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 210-211, 219-220, 220-221).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου