[...] τόσα άλογα, τόσα ζαχερέ, χορ:
τάρια, κριθάρια, και άλλα άπειρα αναγκαία· σηκώσου
από την αυγήν γέροντας άνθρωπος και τρέχε σαν τον
τρελόν από μπορδέι σε μπορδέι να ετοιμάσεις φαγητά
διά τες πεινασμένες μύγες [...] *
τάρια, κριθάρια, και άλλα άπειρα αναγκαία· σηκώσου
από την αυγήν γέροντας άνθρωπος και τρέχε σαν τον
τρελόν από μπορδέι σε μπορδέι να ετοιμάσεις φαγητά
διά τες πεινασμένες μύγες [...] *
[...] Δεν εντρέπεται να λέγει πως το άγιον πνεύμα κατεβαίνει εις το κρανίον του, και τον φωτίζει τι να συντύχει; Πώς δεν αισχύνεται να λέγει πως έστειλε τον άγιον Γεώργιον, και άγιον Δημήτριον να διώξουν την πανούκλαν, οπού ενοχλεί τον κακορίζικον αυτόν τόπον, και δεν βάνει εις τάξιν τα λαζαρέτα κατά την συνήθειαν οπού ακολούθησαν και οι προκάτοχοί του;
Χθες εμπροστά εις τόσους άρχοντας εις το διβάνι διά να αποδείξει την ύπαρξιν της θεότητος έφερεν εις παράδειγμα τον πλάτανον του νησιού της Κω· επειδή λέγει και εκείνος ο πλάτανος είναι τόσον μεγάλος, άρα ο Θεός υπάρχει· ακούτε χάλτια, ακούτε τρέλες διά όνομα Θεού· και με ποίον θαρρεί ο τρελός πως συντυχαίνει, με ταουσάνηδες, με γεωργούς, ή με γκεμιτζήδες;
Αυτοί είναι άρχοντες οπού είδαν βασίλεια, στολισμένοι με πράξιν και προκοπήν, εκ γενετής τους εις την κούρτην, και μπροστά εις αυτούς συντυχαίνεις καϊμένε τέτοιους μαλιχουλιέδες;
Θεέ μου έπεσαν τα μούτζουνά μου>·αν σιωπούν, θαρρείς πως δεν σε καταλαμβάνουν; Πλανάσαι· εκείνοι φυλάττουν το είναι τους και σε τιμούν ως αυθέντην τους, αμή εσύ δεν έχεις άλλο, παρά το όνομα· τα προτερήματα και η φρόνησις της ηγεμονίας σε λείπουν· χρειάζεται να αποδείξεις εις τέτοιους ανθρώπους πως η φακή όταν είναι μαγειρεύμενη με λάδι, είναι αμαρτία να την φάγει κανείς την σαρακοστήν, και όταν είναι με αμυγδαλόλαδον, δεν βλάπτει·
ωχ κουρέματά σου· ποίος σε πιάνει από τον λαιμόν να συντυχαίνεις τούτα κείνα;
*
ορισμένες λέξεις εκ του λεξιλογίου:
* ζαχερές, ο <τουρκ. zahire: προμήθειες
* μπορδέι, ρουμανιστί υπόγειο σπίτι, καλύβα
* δομούζ/τομούζ <τουρκ. domuz: γουρούνι
* εκμεκτζήδικον, το <τουρκ. ekmekçi: ψωμάς
* ζαμπαράδες, οι <τουρκ. zampara: γυναικάς
* ζορμπαλίκι, το <τουρκ. zorba: βίαιος, πρωτόγονος
* καγιάς, ο < τουρκ. kaya: βράχος
* καλαμπαλίκι, το < τουρκ. kalabalik: πλήθος
* καλέμι, το <τουρκ. kalem: γραφείο
* καλούμα <ιταλ. calumare: χαλαρώνω σκοινί
* καλπουζάνης, ο <τουρκ. kalpazan: παραχαράκτης, κιβδηλοποιός
* κελεπίρι, το <τουρκ. kelepir: ευκαιρία
* κιουλαφάκι, το < τουρκ. kulübe: κάλυμμα κεφαλής
* κιρλαγγίτζια <τουρκ. kirlangiç: χελιδόνι
* κουλέ, ο <τουρκ. kule: πύργος
* κουντούρα, η < τουρκ. kundura: χαμηλό γυναικείο παπούτσι
* μαλιχουλιές, ο <τουρκ. malûliyet: αναπηρία
* μασαλάδες, οι <τουρκ. masal: παραμύθια, ψέμματα
* μεϊδάνι, το <τουρκ. meydan: πλατεία // ευκαιρία, δυνατότητα
* μότζουρα, τα <ρουμ. moţuri: τσουλούφια
* μουσλούκι, το <τουρκ. mulsuk: βρύση
* μπινιτζιλίκι, το <τουρκ. binici: ιππέας, ιππασία
* πεντζίκι, το <τουρκ. pencik: είδος φόρου
* πουτούρι, το <τουρκ. pütür: σκληρό
* πρετενδέρω, <ιταλ. pretendero: διεκδικώ
* σαγανάκι, το <τουρκ. sağanak: θύελλα
* ταουσάνης, ο < τουρκ. tausan: νησιώτης
* χαΐνιδες, οι <άτακτα σώματα
* χάλτια, τα <τουρκ. halt: ανοησία
* χουνέρι, το <τουρκ. hüner: επιτηδειότητα
Ρήγας, «Το σαγανάκι της τρέλας» (κωμωδία) [1786], εν Ανέκδοτα κείμενα (επιμ. Chisacof, Παν. Εκδ. Κύπρου - Gutenberg, Αθήνα 2011, σσ. 186-188, όπου μονολογεί ο Γιαννάκης ο γραμματικός μινίστρος στην ιγ΄ Σκηνή της Β΄ Πράξης του έργου). - Το motto εκ του ιδίου, όπου όμως μονολογεί, στα πρώτα λογάκια (στην εισαγωγή του έργου) ο Αλέξανδρος ο παχάρνικος [=αξιωματούχος της αυλής αρμόδιος για τις προμήθειες κρασιού] Ιλφόβου [=επαρχία της Βλαχίας]! (ό.π., σ. 58).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου