Όταν άρχισες να μελετάς το έργο της [ενν. την Ζωή Καρέλλη], σού ήταν αδύνατο να καταλάβεις τι συμβαίνει, σε έναν ποιητικό λόγο με τέτοια πυκνότητα νοημάτων που εκφερόταν μέσα από ορμαθούς λέξεων. Για να αφουγκραστείς τα νοήματα, άρχισες να αντιγράφεις αποσπάσματα ποιημάτων ή και ολόκληρα ποιήματα χωρίς να προσπαθείς να τα κατανοήσεις και να τα εξηγήσεις.
Άρχισε σιγά-σιγά ο λόγος να λειτουργεί μέσα σου, να σε ποτίζει και να σού αποκαλύπτεται, να καταλαμβάνεσαι από το θάμβος μιας ποίησης όπου ο πλούτος προέκυπτε από τον λόγο, χωρίς να εκφέρεται, όπως συνήθως, με ποιητικές εικόνες.
Στην ποίηση υπάρχει αυτή η μετάθεσις, η μεταρσίωσις του λόγου. Έξαφνα μια λέξη έχει το τάδε νόημα, ενώ στην ποίηση παίρνει μια διαφορετική χροιά. Τί είναι που κάνει αυτό το πράγμα; Είναι μια βαθύτερη εμπειρία του βίου, η οποία είναι μυστική. Δεν εξηγείται. Είναι αυτό που κάνει έναν Μπωντλαίρ. Ήταν και η αρρώστια του, ήταν συφιλιδικός, έπαιρνε όπιο, μα ήταν και λαμπρός τεχνίτης του λόγου.
Πρέπει να σ' έχει αγγίξει κάτι θρησκευτικό όταν γράφεις ποίηση, ιδίως στην εποχή μας. Υπάρχει ένα ζύγισμα ανάμεσα στον εμπνευσμένο άνθρωπο και στον τεχνίτη. Τί θα επιτρέψει η τέχνη του λόγου να περάσει. Αν και η ποίηση καθεαυτή είναι μία μετάθεση σ' έναν άλλον κόσμο. Αυτή όμως η πόλη είναι που δημιουργεί τον παλμό του ποιητικού λόγου, απ' όπου περνάει ολόκληρος ο άνθρωπος.
[...] Σ' αυτήν οφείλουμε την αποκατάσταση του επιθέτου στην ελληνική ποίηση, το οποίο, μετά την επί δεκαετίες χρήση του για να εκφράσει πρόσκαιρους ενθουσιασμούς ή το μεγαλεπήβολο εφήμερων συναισθημάτων, εξοβελίστηκε σχεδόν από την ποίηση μετά τον πόλεμο.
[...] Τα επίθετά της, ο τρόπος της εκφοράς των μέσα στην όλη ποιητική της οικονομία, δίνουν την αίσθηση κτερισμάτων σε τάφο, ενέχουν δηλαδή θέση ουσιαστικού, όπως τα συνοδεύοντα τον νεκρό στη μετά θάνατο ζωή του, όπλα, σκεύη και κοσμήματα.
*
Επίμονα και επίπονα η ποιήτρια, σε πνεύμα αυστηρής πειθαρχίας και συνέπειας, αναδιφά στους υδροφόρους ορίζοντες του ελληνικού λόγου, στην απειρία των βλαστικών δυνατοτήτων του, ό,τι η έκφρασή της προσκόμισε σε τρόπους αναλόγους του εγγενούς και αγενούς πολλαπλασιασμού των φυτών, αποκαλύπτοντας ήχους, ρυθμούς και χρώματα των εκτάσεων της ύπαρξης όπου οδηγείται.
Το νόημα των λέξεων, ωσάν να κινείται πέρα απ' αυτές, υποστηρίζεται από τους ήχους που τίς συνθέτουν, από αντικατοπτρισμούς και ανταποκρίσεις μεταξύ των φθόγγων τους,
Διάβρωση συγκεκριμένων εννοιών από τη φαντασία, συνενώνοντας το ορισμένο με το αόριστο, τη λογική ισχύ με την αγωνία της αμφιβολίας.
Ταλαντευόμενη ανάμεσα στην οδύνη και την ηδονή, τη λαχτάρα της ολοκλήρωσης και την αδυναμία προσέγγισης του άλλου ανθρώπου, ο έρωτας έλκει και απωθεί.
Προσμένει από τον άλλον άνθρωπο να την αναγνωρίσει, να πιστέψει στο ανθρώπινο πρόσωπο πέρα από την αφή και τη ματιά του πλησίον και να θεραπεύσει την αμφιβολία για τον ίδιο της εαυτό. Και από λαχτάρα για το απόλυτο, στρέφεται στη μελέτη του θανάτου.
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Ο πιο σύντομος δρόμος (έκδ. Αθ. Αλιντζή, Θεσσαλονίκη 2022, σσ. 45-46, 48, 52-53).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου