Η μετά την βάπτισιν επίθεσις των χειρών
των Αποστόλων
επί των κεφαλών των βαπτιζομένων,
η κλάσις του άρτου
και η μετάληψις των νεοφωτίστων,
συνιστούν δια την
αποστολικήν Εκκλησίαν τα τρία αδιάσπαστα στοιχεία
του μυστηρίου της χριστιανικής μυήσεως.
[...] ο [ιερός Χρυσόστομος] αναφέρων το άγιον θυσιαστήριον ισχυρίζεται ότι
«τούτο μεν γαρ θαυμαστόν διά την επιτιθεμένην εν αυτώ θυσίαν...
Θαυμαστόν τούτο πάλιν, ότι λίθος μεν εστι την φύσιν,
άγιον δε γίνεται, επειδή σώμα δέχεται Χριστού»
(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Β΄ Κορινθίους,
Ομιλία Κ΄, 3, ΕΠΕ 19, 528).*
Νίκων ο
παλαιός εκείνος παπουλάκος χτίζει ναόν
στην Λακεδαίμονα με την σύμφωνη γνώμη
του τοπικού επισκόπου:
«Ηγάπησα υμάς εξόχως, ώ τέκνα, ίστε δήπου και αυτοί [=το γνωρίζετε, πιστεύω, και σείς]· δήλον δε τούτο και εκ του ελέσθαι με [=και από το ότι εξέλεξα] συμβιοτεύειν υμίν. Ει ουν εύρω χάριν παρ’ υμίν, ό εγώ ποιώ και υμείς ποιήσατε».
Και στραφείς παραχρήμα προς τον θεοφιλή επίσκοπον -Θεόπεμπτος δ’ ην κατ’ εκείνω [τω] καιρώ, ο εξ Αθηνών μεν την γέννησιν κεκτημένος, εκ Θεού δε τοις Λάκωσι φερωνύμως καταπεμφθείς- λέγει προς αυτόν·«Εξέλθωμεν, ώ θειότατε, εν τη αγορά λιτανεύοντες άμα τω ευαγεί κλήρω και παντί τω λαώ».
Του δε προς τούτο επινεύσαντος, τρεις λίθους εν τω πορεύεσθαι ο όσιος επωμισάμενος [=επάνω στους ώμους του] έφερε, συμβάλειν μηδενός δυναμένου ό τι βούλεται αυτώ [=χωρίς κανείς να μπορή να εξηγήση τί θέλει να φανερώση αυτός με] η των λίθων αχθοφορία.
Ως δ’ άχρι της αγοράς εληλύθει, τους λίθους εναποθέμενος τω εδάφει, «Ενταύθα», είπεν, «ώ τεκνία μου, δέδοκται τω Θεώ καθώς μοι τω ταπεινώ απεκαλύφθη, ναόν ιδρυθήναι επ’ ονόματι αυτού του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της πανυμνήτου Θεομήτορος και της καλλιμάρτυρος Κυριακής, εις βοήθειαν πάσης της πόλεως υμών και σωτηρίαν. Καιρός τοίνυν υμίν εκδηλοτέραν θέσθαι την εις Χριστόν πίστιν υμών και ευσέβειαν».
Οι δ’ ουχ ως απειθείς ώφθησαν και ανήκοοι, ουδ’ ως τέκνα μωμητά [=αξιοκατάκριτα] και υιοί άνομοι, αλλ’ ως οικέται ευπειθείς και ευγνώμονες άπαντες, άνδρες τε και γυναίκες όσον εν άρχουσι και όσον εν ιδιώταις, άμα τω λόγω ως εξ ενός συνθήματος συν προθυμία πολλή, τον τε πολύν φορυτόν εξεκάθαιρον [=τον τόπο από τα πολλά αγριόχορτα και άχυρα εκαθάριζαν] και την συγκομιδήν των υλών εποιούντο, και θάτερος θάτερον εφιλονείκει τω πόθω υπερβαλέσθαι [=προσπαθούσε να υπερβάλλη στον πόθο].
Επαγωγόν γαρ εις πειθώ ο λόγος [=διότι ο λόγος είναι πειστικός], οπόταν και βίον αυτώ συμφθεγγόμενον έχη [=όταν έχει και τον βίο σύμφωνο και σύμμαχο].
Και χρήματα δε, τα μεν παρείχον μεγαλοψύχως, τα δ’ υπισχνούντο [=άλλοι δε υπόσχοντο ότι θα δώσουν], και τα καιριώτατα [=στις σπουδαιότερες ανάγκες] αυτώ συμβαλέσθαι επηγγέλλοντο και πολλήν συνεισενέγκαι [=θα συνεισφέρουν] μετά της χειρός [=με την χειρωνακτική] και την δαπάνην χρήμά τι ποθεινόν και του παντός άξιον τούτοις ελογίζετο [=γεγονός που σ’ αυτούς ήτο πολύ αγαπητό και αξιοζήλευτο]. Ην ουν ιδείν τότε πληρούμενον το του Ιερεμίου λέγοντος, «Δοκιμαστήν δέδωκά σε τω λαώ μου, και γνώση εν τω δοκιμάζεσθαι την οδόν αυτών».
Ως ουν εν ολίγω πολλή ηθροίσθη ύλη και άλλος άλλα τα προς την οικοδομήν επιτήδεια της καλλίστης ύλης τω αγίω επεδαψίλευσεν [=έφερε στον Άγιο], ως ικανόν είναι και τούτο παραστήσαι την του οσίου χάριν και το κατά γνώμην Θεού γεγενήσθαι το έργον [=ήταν δε και αυτό ικανό δείγμα που φανέρωνε την χάρι του Οσίου και ότι το έργο εγίνετο κατά το θέλημα του Θεού], απήρξατο ήδη της οικοδομής, σπαρτίω πρότερον ταύτην υπογράψας [=αφού προηγουμένως την εσχεδίασε με σχοινί] και τας τε κάτω στοάς και τας υπερκειμένας ειργάσατο, φιλοτιμοτέραν της χειρός [=της χειρωνακτικής] και τέχνην [=τεχνική ικανότητα] εισενεγκών [=επιδεικνύοντας].
Βίος και Πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε (νεοελ. απόδ. Γ. Κατσούλα, έκδ. Τήνος, Αθήνα 1997, παραγρ. λε΄ 18-60, σσ. 119-121).
-----
* Τα motto εκ του Νέναντ Μιλόσεβιτς, Η θεία Ευχαριστία ως κέντρον της θείας λατρείας. Η σύνδεσις των μυστηρίων μετά της θείας Ευχαριστίας (έκδ. Π. Πουρναράς, Θεσ/νίκη 2001 σσ. 34, 280-281). Ο τίτλος πάλι σημαίνει το Μοναστήριον· λεξούλες εκ του Νίκωνος (ό.π., παραγρ. μγ΄ 2, σ. 153).