Και τούτο δε έλεγεν ο άθλιος Χαγάνος τω καιρώ του πολέμου
ότι εγώ θεωρώ γυναίκα σεμνοφορούσαν περιτρέχουσαν εις το τείχος μόνην ούσαν.
Εδήλωσε δε εν τω μέλλειν αυτόν αναχωρείν ότι μη υπολάβητε ότι κατά φόβον αναχωρώ,
αλλά διά το στενωθήναι με εις δαπάνας και μη επιστήναι με υμίν εν επιτηδείω καιρώ.
Πασχάλιον Χρονικόν, (Βόννη 1832, τομ. 1, σ. 725, στ.9-14).
*
Πέντε καρφιά του 'βάλασιν, μεγάλα σιδερένα,
στα χέρια και στα πόδια του, επίτηδες κομμένα·
έναν καρφίν πυρούμενον εμπήξαν στην καρδιά του,
εκρούσαν κι εκαήκασιν μέσα τα σωθικά του.
Βάλλει φωνήν, ζητά νερόν, διψά να τον ποτίσουν,
κι οι σκύλλοι οι παράνομοι δεν θέ 'να καϊλίσουν.
Μα της καρδιάς του το καρφίν δεν μπόρ' 'ά υποφέρει.
[...]
Ιδού ρομφαία και σπαθίν τα σωθικά μου κόπτει,
ιδού θωρώ το τέκνον μου στο ξύλον σταυρωμένον
και μέσα στην καρδίαν του έχουν το καρφωμένον.
Ο θρήνος της Παναγιάς (κυπριακό δημοτικό, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2011, σσ. 16-17, 20-21).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου