[ ...]
Μια συμφωνία. Νά τί σού προτείνω.
Θέλεις το πτώμα και μπορείς να τό 'χεις.
Άλλον κακόμοιρο νεκρό θα στείλω
κάτω απ' τον ήλιο να τον τρώνε οι σκύλοι,
αγνώριστο, με όψη φαγωμένη
από τη σήψη τόσες μέρες τώρα-
υπάρχουν διαθέσιμοι όχι λίγοι
απ' τον στρατό των εισβολέων στη χώρα.
Ανήμποροι, γυμνοί, ξεκοιλιασμένοι,
κείτονται ακόμη εκεί κάτω απ' τα τείχη·
το στόμα τους στραβό απ' την ακαμψία
λες και ρωτάει αν δικαιοσύνη
ο Άδης δεν έχει, αν δεν είναι ίσοι
ανάμεσα τους ούτε οι πεθαμένοι.
Ανόητο ερώτημα... Δεν βρίσκεις;
Καθένας ξέρει μόνο τους νεκρούς του-
ξένοι κι εχθροί δεν έχουνε πατρίδα,
ούτε αδελφή να τούς σταθεί σαν σ' αδελφό.
Έναν που να τού μοιάζει θα επιλέξω,
με τα κουρέλια τα ίδια θα τον ντύσω,
τους φύλακές μου θα μεθύσω, νύχτα,
την αλλαγή κανείς δεν θα προσέξει,
πριν καταλάβουν οι σκοποί τί τρέχει,
πριν ψυλλιαστούν, θά 'χουν όλα τελειώσει-
μια αθόρυβη, μια πρακτική αλλαγή.
Κι οι δυό απ’ αυτό θα βγούμε κερδισμένοι,
εσύ τελώντας την κηδεία που θέλεις
κι εγώ δίχως συνέπειες συνεργώντας.
Εσύ θα θρέψεις τους θεούς σου του Άδη,
κι εγώ του Κράτους, που μού αναλογούν.
[ ...]
Κώστας Κουτσουρέλης, Κρέων (έκδ. Gutenberg, Αθήνα 2016, σσ. 14-16). Στην πρώτη σελίδα αναγράφει: Με την Α. στ' Ανάκτορα. Μόνοι, στραμμένοι προς το σιωπηλό πλήθος (ό.π., σ. 9).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου